Η Εκκλησία, κατά την πρώτη χιλιετία
του ιστορικού της βίου, διατήρησε την ενότητά της σε Ανατολή και Δύση, παρ'
όλους τους περιστασιακούς κλυδωνισμούς που δημιουργούσαν οι αιρέσεις, τα
σχίσματα και οι ποικίλες διχοστασίες. Η απόσχιση της δυτικής Χριστιανοσύνης από
τον κορμό της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού,
όπως αύτη οριστικοποιήθηκε το 1054, υπήρξε η τραγική κατάληξη μακραίωνων
διεργασιών, στον χώρο της Δυτικής Ευρώπης, σε τρία διαπλεκόμενα επίπεδα: α) το θεολογικό, β) το εκκλησιολογικό και γ) το
πολιτικό.
Α'. Το θεολογικό. Τα σπέρματα της θεολογικής διαφοροποιήσεως της Δύσεως βρίσκονται στα
συγγράμματα του ιερού Αυγουστίνου (354-420), επισκόπου Ιππώνος της Βόρειας
Αφρικής. Ο ιερός Αυγουστίνος αγνοούσε την ελληνική γλώσσα και τα έργα των
Ελλήνων Πατέρων, πάνω στα οποία στηρίχθηκε η θεολογία των πρώτων Οικουμενικών
Συνόδων (Μ. Αθανασίου, Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Γρηγορίου Νύσσης
κ.ά.). Έτσι, επηρεασμένος από τον Νεοπλατωνισμό και τις αρχές του Ρωμαϊκού
Δικαίου, διατύπωσε στα θεολογικά του έργα ορισμένες απόψεις, ξένες προς το
βίωμα της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας, όπως, για παράδειγμα, την ταύτιση ουσίας
και ενεργειών στον Θεό, την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό (Filioque) κ. ά.
Β'. Το εκκλησιολογικό. Η αρχαία Εκκλησία δεχόταν τιμητικά ως πρώτο στην
τάξη, σε σχέση με τους άλλους επισκόπους, τον επίσκοπο της Ρώμης, καθώς η πόλη
αυτή ήταν η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δεν έπαυε όμως ο πάπας, μέσα
στα πλαίσια του συνοδικού θεσμού, να είναι ίσος με όλους τους άλλους επισκόπους
(primus inter pares=πρώτος μεταξύ ίσων). Αργότερα, αφού η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας
μεταφέρθηκε στην Ανατολή, η Δ' Οικουμενική Σύνοδος (451) αναγνώρισε στον
επισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως «πρεσβεία τιμής» ίσα με εκείνου της
Ρώμης.
Το επεκτατικό και συγκεντρωτικό
πνεύμα της αρχαίας Ρώμης, όμως, επηρέασε αρκετούς πάπες, οι οποίοι από νωρίς
άρχισαν να εκλαμβάνουν το πρωτείο τιμής ως πρωτείο δυνάμεως και εξουσίας,
παρεμβαίνοντας ποιμαντορικά σε άλλες τοπικές Εκκλησίες και διεκδικώντας
ηγεμονία σε όλη την Εκκλησία. Στους πρώτους αιώνες, ωστόσο, οι εξουσιαστικές
αυτές φιλοδοξίες των παπών αποτελούσαν περιστασιακές παρεκτροπές και εξέφραζαν
συνήθως προσωπικές αδυναμίες.
Γ'. Το πολιτικό. Από τα τέλη του 4ου αι. μέχρι και τον 6ο αι. διάφορα γερμανικά φύλα σε
κατάσταση πρωτογονισμού (Φράγκοι, Γότθοι, Λογγοβάρδοι, Βάνδαλοι κ.ά.)
πλημμυρίζουν και καταλαμβάνουν τις ευημερούσες επαρχίες της δυτικής Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας, αιχμαλωτίζουν τους εγχώριους πληθυσμούς τους και αλλάζουν ριζικά
την κοινωνικοπολιτιστική τους κατάσταση.
Οι βάρβαροι έποικοι -από τους
οποίους πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζουν οι Φράγκοι-, στην προσπάθειά τους να εκπολιτιστούν, ασπάζονται τον Χριστιανισμό,
αναμειγνύοντάς τον, όμως, με ειδωλολατρικά στοιχεία. Μ' έναν τέτοιο
προβληματικό Χριστιανισμό εισέρχονται και στην Ιερωσύνη, εκτοπίζοντας σταδιακά
τους Ρωμαίους ιεράρχες από την εκκλησιαστική διοίκηση. Οι Φράγκοι αυτοί
επίσκοποι ζουν όπως και οι λαϊκοί «ευγενείς» της εποχής τους (κόμητες, δούκες
κ.ά.): Ασκούν κοσμική εξουσία, συμμετέχουν σε στρατιωτικές αποστολές, φορούν
πολεμικές στολές κ.λπ. Να πώς περιγράφει ο άγιος Βονιφάτιος, σε επιστολή του
προς τον πάπα Ζαχαρία, το 741, την εκκλησιαστική κατάσταση στη Γαλλική Ρωμανία,
όπου είχαν επικρατήσει οι Φράγκοι επίσκοποι: «Η θρησκεία καταπατείται. Οι
Φράγκοι επίσκοποι για ογδόντα χρόνια δεν έχουν συνέλθει σε σύνοδο ούτε και
έχουν αρχιεπίσκοπο. Οι περισσότεροι επισκοπικοί θρόνοι δίνονται σε φιλάργυρους
λαϊκούς ή μοιχούς κληρικούς, που συμμετέχουν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις με
πλήρη πολεμική εξάρτυση, σφάζοντας αδιάκριτα με τα χέρια τους χριστιανούς και
ειδωλολάτρες»1.
Μπροστά σ' αυτό το ζοφερό τοπίο,
που δημιούργησε η βαρβαρική επέλαση, ο επίσκοπος της Ρώμης στέκεται, κατά κανόνα,
στο ύψος της πνευματικής του αποστολής και αναλαμβάνει εθναρχικό ρόλο για την
προστασία των υπόδουλων Ρωμαίων. Κάποιοι πάπες, όμως, για να ενισχύσουν τον
θρόνο τους, ακολουθούν κοσμική τακτική. Προβάλλουν εμφαντικά την εκκλησιαστική
τους αυθεντία, παρουσιάζουν ηγεμονικές τάσεις και περιβάλλονται πολιτικές
εξουσίες. Το 754, μάλιστα, ο πάπας Στέφανος Β' αποδέχεται την πολιτική
αυτονομία της Εκκλησίας της Ρώμης, που του προσφέρει ο βασιλιάς των Φράγκων
Πιπίνος ο Βραχύς. Έτσι έχουμε την ίδρυση του πρώτου παπικού κράτους. Αργότερα,
ο Νικόλαος Α' (858-867), ο πρώτος φραγκόφιλος Ρωμαίος πάπας, συγκεντρώνει στο
πρόσωπό του την ανώτατη εκκλησιαστική και πολιτική εξουσία. «Ο Νικόλαος θεωρεί
τον εαυτό του αυτοκράτορα όλου του κόσμου», ομολογούσαν οι σύγχρονοί του.
Τον 8ο αι. ο βασιλιάς των Φράγκων Κάρολος ο Μέγας (Καρλομάγνος, 768-814) με
τη δύναμη των όπλων ενώνει όλους σχεδόν τους λαούς της Δυτικής Ευρώπης και
φιλοδοξεί να αναδείξει μια καινούργια αυτοκρατορία, διεκδικώντας το όνομα και
την αίγλη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Ανατολής. Για τον σκοπό αυτό οργανώνει
μεθοδευμένα τη σύγκρουση Ανατολής-Δύσεως με μια στρατηγική που περιλαμβάνει τα
εξής δύο σκέλη:
1) Απόρριψη της Ορθοδοξίας και
δημιουργία ενός διαφορετικού Χριστιανισμού, που θα τονίζει την πολιτισμική ιδιαιτερότητα
της νέας αυτοκρατορίας. Αυτός ο φράγκικος Χριστιανισμός, τον οποίο σχεδιάζουν
οι σύμβουλοι του Καρλομάγνου, θεμελιώνεται σε θεολογικές διατυπώσεις του ιερού
Αυγουστίνου και εκφράζεται με νέες μορφές και τύπους της εκκλησιαστικής
πρακτικής: Βάπτισμα με ραντισμό, υποχρεωτική αγαμία του κλήρου, στέρηση των
λαϊκών από την κοινωνία του Ποτηρίου, ξύρισμα των κληρικών κ.ά. Στα πλαίσια της
αντορθόδοξης τακτικής, οι Φράγκοι επίσκοποι, το 794 (Σύνοδος της Φραγκφούρτης),
καταδικάζουν τις αποφάσεις της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (787) για την τιμητική
προσκύνηση των εικόνων και το 809 (Σύνοδος του Άαχεν), προσθέτουν στο ιερό
Σύμβολο της Πίστεως το Filioque. Τα δύο αυτά γεγονότα αποτελούν
το πρώτο στάδιο του σχίσματος ανάμεσα στους Φράγκους κατακτητές και τους ορθόδοξους
Ρωμηούς.
2) Ανθελληνική πολιτική, αφού ο
Ελληνισμός αποτελούσε την ιστορική σάρκα της Ορθοδοξίας και συστατικό στοιχείο
της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι πολιτιστικά μειονεκτικοί Φράγκοι, λοιπόν,
αρχίζουν να συκοφαντούν τον ελληνικό πολιτισμό ως πολιτισμό πλάνης και να
αποκαλούν τους Έλληνες Γραικούς, προσδίδοντας όμως στο αρχαίο αυτό όνομά τους
χλευαστικό περιεχόμενο (γραικός = αιρετικός, απατεώνας).
Στη μεθοδευμένη επίθεση των
Φράγκων, η Εκκλησία της Ρώμης αγωνίζεται να μείνει πιστή στην πρωτοχριστιανική
παράδοση και την ελληνική της συνέχεια, διατηρώντας εκκλησιαστική κοινωνία με
όλα τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής. Έτσι, για παράδειγμα, το 816 ο πάπας
Λέων Γ' αρνήθηκε την προσθήκη του Filioque και, για να διαφυλαχθεί αλώβητο
το Σύμβολο της Πίστεως από τις φράγκικες παραποιήσεις, διέταξε να χαραχθεί το
αυθεντικό κείμενο σε αργυρές πλάκες, που εντοιχίστηκαν στον ναό του Αγίου
Πέτρου με την επιγραφή: «Αυτές εγώ, ο Λέων, τις τοποθέτησα από αγάπη και για
διαφύλαξη της ορθοδόξου πίστεως». Αργότερα, εκπρόσωποι του πάπα Ιωάννου Η'
συμμετείχαν στη Σύνοδο της Κων/πόλεως (879-880), η οποία για την Ορθοδοξία
είναι η Η' Οικουμενική και στην οποία, υπό την προεδρία του πατριάρχου
Κων/πόλεως αγίου Φωτίου του Μεγάλου, καταδικάστηκαν οι φράγκικες αιρέσεις για
τις εικόνες και το Filioque.
Τον 10ο αι. οι Φράγκοι εντείνουν
την πολεμική κατά των ορθοδόξων Ρωμαίων της Δύσεως, στοχεύοντας στην κατάληψη
του παπικού θρόνου. Τελικά, το 1009 καταλαμβάνουν το Ορθόδοξο Πατριαρχείο της
Ρώμης και ανεβάζουν στον θρόνο τον Φράγκο πάπα Σέργιο Δ', ο οποίος προσθέτει
στο Σύμβολο της Πίστεως το αιρετικό Filioque. Τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της
Ανατολής απαντούν με τη διαγραφή του ονόματός του από τα Δίπτυχα της Ορθόδοξης
Εκκλησίας, οπότε το Σχίσμα γίνεται πραγματικότητα.
Στις 16 Ιουλίου του 1054, ο
επικεφαλής της παπικής αντιπροσωπείας καρδινάλιος Ουμβέρτος κατέθεσε στην αγία
Τράπεζα του ναού της Αγίας Σοφίας, στην Κωνσταντινούπολη, τον αφορισμό της
ανατολικής Χριστιανοσύνης. Με την πράξη του αυτή, η φράγκικη Χριστιανοσύνη οριστικοποιούσε
τον χωρισμό της από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν ήταν η αρχή αλλά η επιβεβαίωση
ενός σχίσματος που είχε καλοσχεδιαστεί 260 χρόνια νωρίτερα στην αυλή του
Καρλομάγνου. ενός σχίσματος που «δεν έγινε μεταξύ δυτικών και ανατολικών Ρωμαίων», όπως
πολλοί νομίζουν, «αλλά μεταξύ Φράγκων και Ρωμαίων» (καθηγ. π. Ιωάννης
Ρωμανίδης).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου