Από τη στιγμή που το πρωτόθρονο
Πατριαρχείο της Ρώμης αποκόπηκε από το σώμα του Χριστού, στερήθηκε πλέον τη
θεία χάρη, με συνέπεια τη σταδιακή αποσύνθεσή του. Καθώς σημειώνει
χαρακτηριστικά ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, «η Δυτική Εκκλησία έχασε την
πνευματική της ελευθερία, έχασε τον στολισμό της, κλονίσθηκε από τα θεμέλιά
της, στερήθηκε τον πλούτο της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, την παρουσία του
Χριστού. Τελικά κατάντησε ένα σώμα βουβό, χωρίς πνεύμα και ψυχή». Γι' αυτό
στους επόμενους αιώνες ακολουθεί έναν αλλοτριωτικό κατήφορο δίχως ελπίδα
επιστροφής, οδηγώντας τον άνθρωπο της Δύσεως στην απογοήτευση, το υπαρξιακό
κενό και το αδιέξοδο.
Α'. Λίγα μόλις χρόνια μετά το Σχίσμα,
το 1075, ο πάπας Γρηγόριος Ζ' προβάλλει -στις περίφημες Παπικές Υπαγορεύσεις
του- τις αξιώσεις του παπικού θρόνου για την απόλυτη κυριαρχία του κόσμου:
«Η Ρωμαϊκή Εκκλησία ιδρύθηκε από
τον ίδιο τον Θεό. Ο πάπας είναι ο απόλυτος κύριος της παγκόσμιας Εκκλησίας.
Διορίζει και καθαιρεί επισκόπους. Μόνο αυτός μπορεί να συγκαλέσει Οικουμενική
Σύνοδο. Οι αντιπρόσωποί του είναι ανώτεροι από τους επισκόπους. Μόνο αυτός
χρησιμοποιεί τα αυτοκρατορικά διάσημα. Οι πρίγκιπες οφείλουν να του φιλούν τα
πόδια. Έχει το δικαίωμα να καθαιρεί τους αυτοκράτορες. Χωρίς τη δική του
έγκριση κανένα βιβλίο δεν είναι έγκυρο. Οι αποφάσεις του δεν ακυρώνονται από
κανέναν αυτός μόνος μπορεί να ακυρώνει τις αποφάσεις όλων των άλλων. Ο πάπας
δεν μπορεί να κριθεί από κανέναν. Η αγιότητά του είναι εξασφαλισμένη χάρη στις
αρετές του αγίου Πέτρου. Η Ρωμαϊκή Εκκλησία δεν σφάλλει ποτέ, ούτε και
πρόκειται ποτέ να σφάλει2.
Μ' αυτές τις θέσεις του πάπα Γρηγορίου Ζ' αρχίζουν οι σκληροί αγώνες της
«Εκκλησίας» της Ρώμης για τη θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική επιβολή της
στους χριστιανικούς λαούς της Δύσεως (αγώνας περί περιβολής), που διαρκούν 200
περίπου χρόνια. Τελικά, ο πάπας συγκεντρώνει στα χέρια του κάθε εξουσία
-πνευματική, πολιτική, νομοθετική, δικαστική. Είναι η πρώτη εμφάνιση του
ολοκληρωτισμού στην Ευρώπη.
Β'. Το 1095 ο πάπας Ουρβανός Β', με
το σύνθημα «Το θέλει ο Θεός», ξεσήκωσε ολόκληρη τη δυτική Χριστιανοσύνη σε
ιερό πόλεμο κατά των Μουσουλμάνων που κατείχαν τους Αγίους Τόπους. Πρόκειται
για τις Σταυροφορίες, τις οποίες η Ανατολή έζησε εφιαλτικά ως βαρβαρικές
επιδρομές (βλ. παρακάτω, ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ).
Γ'. Τον 12ο και τον 13ο αι. η
Λατινική «Εκκλησία» ιδρύει στα μοναστήρια των μεγάλων πόλεων ειδικές σχολές,
όπου διδάσκεται η σχολαστική θεολογία. Οι σχολαστικοί θεολόγοι παραθεωρούν την
αποκαλυπτική και εμπειρική πίστη της Εκκλησίας, στηρίζονται στην αριστοτελική
φιλοσοφία και προσπαθούν να διερευνήσουν τα μυστήρια του Θεού με την ανθρώπινη
λογική και τον στοχασμό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την πίστη σ' έναν
διαστρεβλωμένο, φανταστικό θεό, τον οποίο ο άνθρωπος της Δύσεως καλείται να
προσεγγίσει με τις νοητικές του ικανότητες. Έτσι, η χριστιανική πίστη από
βιωματική σχέση με τον Θεό ξεπέφτει σ' ένα αφηρημένο μεταφυσικό ιδεολόγημα, το
οποίο η «Εκκλησία»-κράτος αναλαμβάνει να περιβάλει με την αυθεντία της και να
προστατεύσει ή και να επιβάλει με την εξουσία της. Τελικά, με τον
σχολαστικισμό, η Δύση απομακρύνεται οριστικά από τη γνησιότητα του
εκκλησιαστικού βίου, και στον πολιτισμό της υπερισχύουν η νοησιαρχία, ο
ορθολογισμός και ο ατομοκεντρισμός. Έχει εύστοχα επισημανθεί ότι «ο δυτικός
Χριστιανισμός δεν είναι η Εκκλησία του Θεού Λόγου αλλά η θρησκεία του ορθού
λόγου» (π. Μιχαήλ Καρδαμάκης).
Δ'. Τον 13ο αι. διατυπώνεται από τους
σχολαστικούς θεολόγους το αξίωμα ότι η εκκλησιαστική ηγεσία είναι αλάθητη. Την
ίδια εποχή (1233) ο πάπας Γρηγόριος Θ' ιδρύει τον θεσμό της Ιεράς Εξετάσεως,
για την οργανωμένη καταδίωξη και εξουδετέρωση όσων αμφισβητούν την παπική
αυθεντία. Ένας μηχανισμός τρόμου και φρίκης απλώνεται σταδιακά σ' όλη την
Ευρώπη. Ταυτόχρονα η εξουσία του κλήρου ενισχύεται, ενώ ο λαός παραγκωνίζεται
και βυθίζεται στην αμάθεια (κληρικαλισμός).
Ε'. Η βαθιά εκκοσμίκευση της Δυτικής
«Εκκλησίας» κλόνισε την πίστη μυριάδων Χριστιανών και δημιούργησε κύματα αντιδράσεων.
Το εμπόριο του πάπα με τα συγχωροχάρτια έδωσε την αφορμή, το 1517, να ξεσπάσει
σαν ηφαίστειο η απαίτηση για αλλαγή. Ο μοναχός Μαρτίνος Λούθηρος ηγήθηκε ενός
πολυπληθούς κινήματος, της Μεταρρυθμίσεως, που αποσχίστηκε από την Παπική
«Εκκλησία». Οι αποσχισθέντες ονομάστηκαν Διαμαρτυρόμενοι (Προτεστάντες).
Σύντομα σχηματίστηκαν και άλλες παρόμοιες προτεσταντικές ομάδες. Μεταξύ Παπικών
και Διαμαρτυρομένων δημιουργήθηκε αγεφύρωτο μίσος, με συγκρούσεις, πολέμους και
εγκλήματα. Στη Γαλλία, τη φοβερή Νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου (23 προς 24
Αυγούστου 1572), οι Παπικοί έσφαξαν χιλιάδες Προτεστάντες. Αποκορύφωμα των
θρησκευτικών πολέμων υπήρξε ο Τριακονταετής Πόλεμος (1618-1648), ο οποίος
συντάραξε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη.
ΣΤ'. Στο πέρασμα των αιώνων, οι λαοί
της Ευρώπης έζησαν στο πρόσωπο του Παπισμού έναν Χριστιανισμό που δεν
ελευθερώνει την ανθρώπινη ύπαρξη αλλά την καταδυναστεύει. Γι' αυτό σύντομα
οδηγήθηκαν στον αγνωστικισμό και την αθεΐα. Η Αναγέννηση αρχικά (14ος-16ος αι.)
και ο Διαφωτισμός αργότερα (18ος αι.) απορρίπτουν τον φράγκικο θεό, διατηρούν
όμως τον ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό του Παπισμού και διακηρύσσουν την
αυτοθεοποίηση του ανθρώπου. Τον 19ο αι. ακούγεται πλέον καθαρά το κήρυγμα του
θανάτου του Θεού από τον Νίτσε και τους διαδόχους του: «Ο Θεός πέθανε, η πίστη
στον χριστιανικό Θεό δεν είναι πια πιστευτή...». Έχει σωστά επισημανθεί από
πολλούς ότι όλα τα σύγχρονα αθεϊστικά συστήματα της Δύσεως -φιλοσοφικά,
κοινωνικά, πολιτικά- είναι καρποί της σχολαστικής μεταφυσικής και του παπικού
ολοκληρωτισμού.
Ζ'. Τους δύο τελευταίους αιώνες η
Ρώμη, αντί να διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος, σκληραίνει περισσότερο τη
στάση της.
Η Α' Βατικανή Σύνοδος (1870)
επιβάλλει ως απαράβατο δόγμα πίστεως το πρωτείο εξουσίας και το αλάθητο του
πάπα. Πρόκειται για την τελειωτική πτώση της Δυτικής «Εκκλησίας». Ο Χριστός, η
μόνη αλάθητη Κεφαλή της Εκκλησίας, εξορίζεται από τη γη, και τη θέση Του
καταλαμβάνει ο ειδωλοποιημένος ποντίφηκας της Ρώμης! Στη διαμαρτυρία
καρδιναλίου για την αντιπαραδοσιακότητα του νέου δόγματος, ο πάπας Πίος Θ'
αντιτάσσει τον παροιμιώδη του λόγο: «Η παράδοση είμαι εγώ»! Από τους Λατίνους
που διαφωνούν με τη δογματοποίηση του παπικού απολυταρχισμού, μια σημαντική
μερίδα αποσχίζεται και δημιουργεί την «Παλαιοκαθολική Εκκλησία».
Η Β' Βατικανή Σύνοδος
(1962-1965), παρόλο που επαγγέλλεται την ανακαίνιση, διατηρεί το αλάθητο του
πάπα και το επεκτείνει σε όλες τις αποφάσεις του. Ταυτόχρονα, η ίδια Σύνοδος
καλεί τους Χριστιανούς όλων των δογμάτων σε παγχριστιανική ενότητα με κέντρο,
όμως, τη Ρώμη και αρχηγό τον πάπα (ρωμαιοκεντρικός/παποκεντρικός
οικουμενισμός).
Η'. Στα τέλη του 20ού αι. μια
πρωτόγνωρη αποδιοργανωτική κρίση ξεσπάει στους κόλπους της Παπικής «Εκκλησίας».
«Περιμέναμε μετά τη (Β' Βατικανή) Σύνοδο», δήλωνε ο πάπας Παύλος ΣΤ', «να ξημερώσει
μια μέρα ηλιόλουστη για την Εκκλησία. Βρεθήκαμε, όμως, μέσα στη χειρότερη
καταιγίδα»3.
Επιφανείς παπικοί θεολόγοι
εκφράζουν ανοιχτά την αντίθεσή τους στο παπικό αλάθητο. Χιλιάδες κληρικοί,
ανάμεσά τους και στελέχη του Βατικανού, εγκαταλείπουν την Ιερωσύνη, πολλοί απ'
αυτούς και την πίστη. Οι μοναχικές και ιερατικές κλίσεις γνωρίζουν φοβερή
μείωση. Στο Βέλγιο μόνο, κατά το διάστημα 1995-2007, δεν χειροτονήθηκε ούτε
ένας ιερέας!4 Σε εκκλησιαστικές σχολές, ακόμα
και σε παπικά μοναστήρια, για να ξεπεραστούν τα υπαρξιακά αδιέξοδα που
δημιουργούν ο ηθικισμός και η υποχρεωτική αγαμία του κλήρου, εισάγονται ο
υπερβατικός διαλογισμός και η ψυχανάλυση.
Αλλά και το παπικό ποίμνιο
οδηγείται ραγδαία στον θρησκευτικό αποχρωματισμό και γνωρίζει μια τρομακτική ηθική
κρίση. Οι παπικοί ναοί που κλείνουν ή εκποιούνται, το Ισλάμ και οι ανατολικές
θρησκείες που κατακτούν έδαφος, η παραθρησκεία και ο σατανισμός που αυξάνουν
τους οπαδούς τους κ.ά.π. μαρτυρούν τη δυσχερή θέση της Λατινικής «Εκκλησίας».
Θ'. Τις τελευταίες δεκαετίες
πληθαίνει ο αριθμός των Δυτικών που αναζητούν τη γνησιότητα της χριστιανικής
ζωής στην Ορθοδοξία. Το ενδιαφέρον για την πατερική θεολογία, την ορθόδοξη
λειτουργική ζωή, τον ανατολικό μοναχισμό κ.ά.π., αλλά και οι μεταστροφές στην
Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι γεγονότα σημαντικά. Ωστόσο, οι εξουσιαστικοί
μηχανισμοί του Βατικανού, έχοντας πια σκληρυνθεί, δεν φαίνονται πρόθυμοι να
αρνηθούν το παρελθόν τους.
Το 2005 ο φιλορθόδοξος καθηγητής
Ιωσήφ Ράτσιγκερ ανέβηκε στον θρόνο της Ρώμης ως πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ',
αναπτερώνοντας τις ελπίδες όσων προσδοκούσαν την ανανέωση της Δυτικής
«Εκκλησίας». Σύντομα, όμως, οι σκληροπυρηνικές ενέργειες και δηλώσεις του νέου
πάπα φανέρωσαν την αποκοπή του από τον βαθύτερο εαυτό του και την αδυναμία του
ν' αντιληφθεί τις απαιτήσεις των καιρών. Δυστυχώς, κάθε πάπας είναι
υποχρεωμένος να ακολουθεί την «αλάθητη» πορεία των προκατόχων του και να
συμμορφώνεται με τα θελήματα της πανίσχυρης Παπικής Αυλής (Romano Curia), η οποία επίσης κατέχει και
επιβάλλει το δικό της «αλάθητο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου