Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΧΟΤΖΕΒΙΤΗΣ


Πολ γνωστ τ νομά του στν χριστιανικ κόσμο. Γνωστ κα τ μοναστήρι στν Παλαιστίνη πο σκήτεψε.
Βρίσκεται σ μία ρημικ κα γρια χαράδρα κα εναι κοντ στν ρχαία Ρωμαϊκ δό, πο δηγε π τ εροσόλυμα στν εριχ.
Στν γία Γραφ τοποθεσία ατ λέγεται χείμαρρος Χορρθ κα εναι συνδεδεμένη μ πολλ στορικ γεγονότα.

Σ’ ατ τ μέρος εναι σπηλι στν ποία εχε κάποτε κρυβε προφήτης λίας (910 π.Χ.) γι ν γλιτώσει π τν καταδίωξη το σεβέστατου βασιλι χαβ κα τς εδωλολάτριδας συζύγου του, τς ζάβελ.
Σ’ ατ τν σπηλι ζηλωτς προφήτης μεινε μνες κα τρεφόταν κατ να θαυμαστ τρόπο. Μερικ κοράκια το φερναν πρω κα βράδυ ψωμ κα κρέας.
Νερ πινε π τν χείμαρρο. ταν μως κα π δ λειψε τ νερό, ξ ατίας τς νομβρίας, προφήτης ναχώρησε κατ’ ντολν το Θεο στ Σάρεπτα τς Σιδνος.

Στν σπηλι ατ στερα π χρόνια ρθε κα κλείστηκε κα θεοπάτορας ωακείμ. Σαράντα μερόνυχτα μεινε δ νηστεύοντας κα προσευχόμενος ν το χαρίσει Θες να παιδί, γιατί ταν τεκνος. Σ’ ατ τ διάστημα κα σύζυγός του ννα εχε παραμείνει στ σπίτι της κα προσευχόταν θερμά. Μ δάκρυα παρακαλοσε κα ζητοσε ν τς λύσει Πανάγαθος Θες τν τεκνία της.
Πολ συγκινητικ εναι προσευχ το ωακείμ στ σπηλι, πως μς τν διέσωσε ρχαία παράδοση: «Ο καταβήσομαι», λεγε μονολογώντας εσεβς ωακείμ, «οτε π ποτόν, ως του πισκέψεταί με Κύριος Θεός μου κα σται μου εχ βρμα κα πόμα».

Κα δν κινήθηκε π κε, παρ μονάχα, ταν φιλάνθρωπος Θες πο κούει πάντα τς προσευχς τν εσεβν παιδιν του, εσήκουσε τν δέησή του κα μ’ ναν γγελο το διεμήνυσε τ χαρμόσυνο μήνυμα, πς θ ποκτοσε παιδί. Κα πραγματικά. Τν πόμενη χρονι ωακεμ κα ννα ξιωνόντουσαν ν ποκτήσουν τν κεχαριτωμένη Μαρία, τν Μητέρα το Θεο. Γι’ ατ κα τ νομα Θεοπάτορες, δηλαδ πρόγονοι κατ σάρκα το Σωτρος μας Χριστο, το Θεο μας.

π μία τυπικ διάταξη τς κκλησίας τν εροσολύμων μανθάνουμε, πς χείμαρρος ταν κτμα το ωακείμ, το πατέρα τς περαγίας Θεοτόκου. δ πρχε κα κπος το δίου κα δ ργότερα κτίστηκε κα κκλησία π’ νόματι τς Παναγίας στν ποία διάφορες μέρες το χρόνου γίνονταν μεγαλόπρεπες πανηγύρεις. Σ τοτο τ μέρος κτίστηκε κα μον τς Παναγίας το Χοζεβ, πο θεωρεται μία π τς ρχαιότερες μονς τς Παλαιστίνης. Στν ερ ατ Μον ζησαν τν γγελικ ζω τς πλήρους φιερώσεως, χιλιάδες ελαβες ψυχές. Σ’ ατ πέρασε κα γιος Γεώργιος π τ νσο Κύπρο, πο εναι γνωστς μ τ πώνυμο Χοζεβίτης, τ περισσότερα χρόνια τς σκητικς ζως του.

λη περιοχ διακρίνεται γι τν γριότητά της. Κα ατ τν περιοχ χωρς λλο θ εχε π’ ψη Κύριος, ταν λεγε τν παραβολ το νθρώπου πο περιέπεσε στος ληστς κα εναι γνωστ σν παραβολ το καλο Σαμαρείτη.

Καθ’ λη τ διαδρομ το χειμάρρου πάρχουν πολλ σπήλαια, τ ποία π νωρς προσείλκυσαν πολλος ναχωρητές. Σ’ να π ατά, πο βρίσκεται π πάνω π τ Μονή, εχε γκατασταθε κάποτε γιος ωάννης Θαυματουργός, πο εχε διατελέσει πίσκοπος τς Καισαρείας κα στερα γκατέλειψε τν πισκοπ κα ρθε στ μέρος ατ ν μονάσει. μεγάλος ατς γιος κα Θαυματουργς κτισε τν κκλησία κα τ Μον στ νομα τς Παναγίας κα καλλώπισε τν χρο κενο τσι, πο σ λίγο καιρ χιλιάδες φιλέρημες ψυχς ρθαν ν ζήσουν τν γγελικ ζωή. Τν κμ τς Μονς, στν ποία πολλ θαύματα γίνονταν π τν περαγία Θεοτόκο, λλ κα τν γύρω σκητηρίων, πο στς ρχς το βδόμου αώνα φιλοξενοσαν πι πολλς π πέντε χιλιάδες ψυχές, νέκοψαν ο περσικς πιδρομές. Σν καταιγίδα ληθιν εχαν νσκήψει ο γριες ατς ρδές, πο σφαζαν, καιαν, ρήμωναν τ πάντα π κε πο περνοσαν. Ατ τν ποχ καταστράφηκε κα γιος νας τς ναστάσεως κα λοι ο ναο κα τ μοναστήρια τς Παλαιστίνης (614 μ.Χ.)

Ατ τν καιρ ζησε κα σιος Γεώργιος Χοζεβίτης πο π’ τν καιρ πο ταν παιδ τ νομά του γινε συνώνυμο μ τν ρετή.

γία ατ μορφ γεννήθηκε σ’ να χωρι τς Κύπρου μας π πολ εσεβες κα εκατάστατους γονες. Τ πολλ γαθ μως πο εσπλαχνία το Θεο τος εχε χαρίσει, δν τος μπόδισαν ν ζονε μ πόλυτη ποταγ στ θέλημά Του. Μ το Χριστο τ λόγια μεγάλωσαν κα τ δυ παιδιά τους, τν ρακλείδη κα τν Γεώργιο. Ο ελαβες γονες π’ ατν κόμη τ βρεφικ λικία φρόντισαν ν νσταλάξουν στν ψυχ κα τν δύο παιδιν τους τν σεβασμ πρς τ γιο νομα το Θεο, μ κα τν πακοή, τν τυφλ πακο στ θέλημά Του. Κα ο κόποι τους χι μόνο δν πγαν χαμένοι, λλ κα πλούσια ελογήθηκαν π τν φιλάνθρωπο Πατέρα.

ρακλείδης πο ταν κα πι μεγάλος, ταν νηλικιώθηκε, πρε τν εχ τν γονιν του κα πγε ν προσκυνήσει τος τόπους πο γεννήθηκε, μεγάλωσε κα ζησε Χριστός μας. εγενικ κα φιλόθρησκη ψυχ το νέου, σν φτασε στν γία Γ κα πισκέφθηκε τν Γολγοθ κα τν Πανάγιο Τάφο το Χριστο, τόσο γοητεύθηκε, πο πρε τν πόφαση ν μείνει πι στ μέρη κενα γι λη του τ ζωή. Κα πραγματικά. πιστς κα φιλόθεος νέος, φο γύρισε διάφορα μέρη, κατέβηκε κα στν ορδάνη. Περπάτησε μ συνεπαρμένη ψυχ στν τόπο πο κατ τν παράδοση προφήτης τς ρήμου βάπτισε τν Κύριο κα π κε προχώρησε στ Λαύρα το Καλαμώνος, που κα παρέμεινε γωνιζόμενος τν γώνα τν καλό, τς ρετς τν γώνα. δελφός του Γεώργιος, μικρς κόμη παρέμεινε κοντ στος γονες του κα ξεχώριζε π’ λους τους συνομήλικούς του στ φρονιμάδα κα τ σεμν ζωή.
Στ χρόνια τ δύσκολα, τς φηβείας τ χρόνια, μεγάλη δοκιμασία κτύπησε τ καλ παιδί. Ο γονες του ρρώστησαν κα πέθαναν σ λίγο διάστημα νας μετ τν λλο. κενος μως, πο βεβαιώνει μ τ Πανάγιο Πνεμα Του πς τ ρφαν κα τν χήρα τ παίρνει πάντα π τν διαίτερη προστασία Του, δν γκατέλειψε τ πιστ παιδί. νας θεος του φρόντισε κα πρε τ παιδ κοντά του μ λα τ πράγματα κα τν κληρονομιά του μ σκοπ σν μεγαλώσει ν τν συζεύξει μ τν πίσης μικρ κα μονάκριβη θυγατέρα του. πειδ μως Γεώργιος πεστρέφετο τν κοσμικ ζω κα ψυχή του λαχταροσε μία νώτερη ζωή, τν γγελικ ζωή, να πρω φυγε π τ σπίτι κα πγε σ’ ναν λλο θεο του, πο ταν γούμενος σ’ να μοναστήρι. ταν πρτος θεος μαθε τί γινε, πγε στ μοναστήρι μ σκοπ ν ξαναπάρει τν Γεώργιο κα ν τν φέρει πίσω στ χωριό. Στν προσπάθειά του μάλιστα ν πιτύχει τν σκοπό του, δν δυσκολεύθηκε ν φιλονεικήσει κα μ τν δελφό του τν μοναχό. Ατς μως μ ρεμία κα πραότητα το πήντησε:

«δελφέ μου, οτε φερα τν νέο δ, οτε κα τν διώχνω. ς ποφασίσει μόνος του ,τι θέλει. λικίαν χει...».

ταν νέος μαθε τν φιλονικία τν θείων του γι τ πρόσωπό του, σηκώθηκε κρυφ κα φυγε π τ μοναστήρι κα π τν Κύπρο κα τράβηξε πρς τν γία πόλη, τν ερουσαλήμ. κε σν φτασε, πγε κα γονάτισε κα μ ελάβεια προσκύνησε τ πάνσεπτα προσκυνήματα τς ελογημένης πόλεως, κα στερα κατέβηκε πρς τν ορδάνη. Τ δολο γάλα τς πίστεως μ τ ποο π τς βρεφικς λικίας τν πότισαν ο εσεβες γονες του, τν σπρώχνει ν βρε τν δελφό του. ψυχή του ποθε τ μακαρία ζωή, τν γγελικ ζωή. Ο κίνδυνοι τς μαρτίας πο ντίκριζε γύρω του, το φερναν στ’ ατι καθαρ τν πόηχο τς φωνς τν γγέλων πρς τν Λτ: «Σώζων σζε τν σ’ αυτο ψυχήν» (Γεν. ιθ’ 17). Δηλαδ κοίταξε πς θ σώσεις τν ψυχή σου. ματαιότητα τν φθαρτν ατο το κόσμου συνετάραττε τ εναι του. Πάντα ματαιότης τ νθρώπινα σκεπτόταν κα πανελάμβανε μόνος του. δηγούμενος π τ προσκλητήριο διάγγελμα το Κυρίου «στις θέλει πίσω μου κολουθεν παρνησάσθω αυτν κα ράτω τν σταυρν ατο κα κολουθεται μοι», προχώρησε κα τράβηξε πρς τ Λαύρα το Καλαμώνος στν ποία, πως εχε μάθει, βρισκόταν δελφός του.

Λαύρα το Καλαμώνας βρισκόταν κοντ στ σημεριν μοναστήρι το ββ Γερασίμου κε στν ορδάνη.
Χωρς κανένα νδοιασμ σν τν συνάντησε πεσε στ πόδια του κα το φανέρωσε τν πόθο κα τν πόφασή του ν μείνει κοντά του. κενος παρ τ μυστικ χαρ πο δοκίμασε γι τν γία διάθεση το δελφο του, βλέποντάς τον τόσο νεαρό, φοβήθηκε ν τν κρατήσει κοντά του κα τν συνώδευσε στ Μον τς Παναγίας το Χοζεβ στν κε γούμενο, πο ταν κα φίλος του κα το τν παρέδωσε. Ατς δ πέστρεψε στ μοναστήρι του.

γούμενος π τν πρώτη στιγμ ξετίμησε τν νθεο ζλο το νεαρο Γεωργίου κα τν κατηύθυνε μ φόβο Θεο στς σκητικς ζως τ σκαλοπάτια. βαθι ταπείνωση το νέου, πακο κα προθυμία του ν κτελε πάσαν ργασία τς μονς, νεθάρρυναν τν γούμενο, στε σ λίγο καιρ ν προχωρήσει στν κουρ το νέου, σ μοναχό κα ν τν ναθέσει σ’ να προκομμένο γέροντα σν συμβοηθό του στ διακόνημα το νεοκηπίου πο εχε.

Μ χώριστο σύντροφο τν νθουσιασμ νεαρς μοναχς περνάει τν καθημεριν ζωή του νάμεσα σ νηστεες, γρυπνίες κα πολύωρες προσευχές. μπνεόμενος π τν φλογερ ζλο του ποβάλλει τν αυτό του σ πολλος κόπους γι τελειότερη ζωή. Δυστυχς γέροντάς του παρ τς πολλές του ρετς δν τν βοηθάει κα πολ στν εγενική του προσπάθεια. ταν νθρωπος σκληρς κα μ τ «ψύλλου πήδημα» τν πόπαιρνε σ βαθμ ποκαρδιωτικό.

Κάποια μέρα μάλιστα γέροντας στειλε τν ποτακτικό του στν χείμαρρο ν φέρει νερό. πειδ μως τ νερ ταν μαζεμένο κα τ καλάμια κα τ ξύλα πο σαν μπροστ ταν πολ πυκν κα νέος ταν ντυμένος τ νδύματά του, δν μπόρεσε ν περάσει μ τ δοχεο το νερο κα πέστρεψε πρακτος. γέροντας σν εδε τν νέο χωρς τ νερ θύμωσε κα το επε ν βγάλει τ μάτιό του, ν φορέσει μόνο τ πάνω ράσο του κα χωρς ν ντείπει πάκουσε κα πγε. πειδ μως ατς ργησε κα στ μεταξ κτύπησε κώδωνας γι τ τραπέζι, γέροντας κρυψε τ μάτιο το παιδιο κα πγε στ φαγητό. ταν νέος πέστρεψε κα δν βρκε οτε τ μάτιό του, οτε τν γέροντα, πγε στ μον χωρς τ ζωστικ κα κτύπησε τν πόρτα. ταν μοναχς πο ρθε ν το νοίξει τν εδε τσι γυμνό, τν ρώτησε τί το συνέβη. Κα ταν νεαρς το ξήγησε, πγε κα το φερε να μάτιο, τ ποο φόρεσε κα μπκε στ μοναστήρι. Τν στιγμ πο μπαινε, γέροντας πο τν εδε κε μπροστ π τος τάφους τν γίων πέντε Πατέρων, χωρς οκτο κα μ θυμ δικαιολόγητο το δωκε να δυνατ ράπισμα λέγοντάς του:

– Γιατί ργησες;

Τν δια στιγμ τ χέρι το γέροντα ξηράνθηκε λόκληρο κα δν κουνιότανε καθόλου. Συντετριμμένος ββς π τν τιμωρία πο τν βρκε, πεσε μπροστ στ πόδια το νεαρο ποτακτικο του κα τν παρακαλοσε λέγοντας:

— Παιδί μου, συγχώρεσέ με κα μ μ φανερώσεις. φταιξα. Πολ φταιξα. Μ μ διαπομπεύσεις, λλ παρακάλεσε τν Θε ν μ συγχωρήσει κα ν μ κάμει καλά.
νεαρς μοναχς βαθι λυπημένος γι τ πάθημα το γέροντα, το επε μ ταπείνωση κα συντριβή:
— Πήγαινε, πάτερ, κε στος τάφους τν γίων Πατέρων, βάλε μετάνοια κα ατο θ σ θεραπεύσουν.
γέροντας μως πέμενε.
Παιδί μου, σ σένα φταιξα. Σ παρακάλεσε τν Θε ν μ σπλαγχνιστε κα ν μ συγχωρήσει.

Τότε νεαρός, φο πρε π τ χέρι τν γέροντα, τν δήγησε κε στος τάφους κα φο βαλαν βαθι μετάνοια, προσευχήθηκαν κα τ θαμα γινε. Τ χέρι ξαναγύρισε στ φυσική του κατάσταση. Μ κα ψυχ το γέροντα μαλάκωσε. θυμς παραμέρισε κα πραότητα μαζ μ τ συγκατάβαση στήσανε στν καρδιά του τν θρόνο τους.

Παρ τν ποχώρηση το νεαρο μοναχο π τ σκην το θαύματος, τοτο γινε γρήγορα γνωστ σ’ λη τν δελφότητα. π τν στιγμ κείνη λοι ο μοναχο μ διαίτερη κτίμηση κα σεβασμ ρχισαν ν περιβάλλουν τν νέο κα γι τ θαμα του ν μιλον. Κα ατς π φόβο μήπως πιαστε στ δίχτυα τς περηφάνειας, σηκώθηκε μία βραδι κα γκατέλειψε τ μοναστήρι κα τράβηξε στ Λαύρα πο βρισκόταν δελφός του. κε μ αστηρ γκράτεια στόλισε τν ζωή του κα μ τ νηστεία κα τ σκληρ σκηση νέκρωσε τ σμα του, στε ο προσβολς το χθρο ν μ μπορον ν τν πηρεάσουν. Καμι στεροβουλία διοτέλεια δν πεισερχόταν στς σκέψεις του. Τ θέλημα το Κυρίου σν φωτεινς φάρος πρόβαλλε πάντα μπροστά του κα το φώτιζε τν δρόμο του. Ζοσε μως σν οράνιος νθρωπος, μ κα πίγειος γγελος. Ζω «πλήρης χάριτος κα ληθείας» (ωάννη α’ 14) εχε καταντήσει ζωή του. Πηγ κένωτη θαυμάτων. Θαυμάτων πο προκαλον στ’ λήθεια κατάπληξη.

να τέτοιο θαμα ταν κα τοτο. Κάποια μέρα νας γεωργς π τν εριχ, γνωστς κα φίλος τν δυ σκητν, ρθε στ Λαύρα, μ να ζεμπίλι π διάφορους καρπος πο γεωργοσε κα κτύπησε τν θύρα το κελιο τους. Γεώργιος πγε κα νοιξε τν πόρτα κα τν προσκάλεσε ν μπε μέσα. πισκέπτης μόλις μπκε βαλε μία μετάνοια κα φο τοποθέτησε τ ζεμπίλι μ τ δρα παρακάλεσε θερμ τος βάδες ν ελογήσουν τος καρπος πότε κάτω π ατος μ μεγάλη κπληξη τί βλέπουν; να νήπιο νεκρό. ταν τ νεογέννητο παιδ το πισκέπτη πο εχε ποθάνει κα ατς τ φερε στος βάδες μ τ γλυκι λπίδα πς ατο θ μποροσαν ν τ ναστήσουν κα ν το τ ξαναδώσουν ζωντανό. βς ρακλείδης σν τ εδε μ τρόμο κα ταραχ επε στν δελφό του: «Πήγαινε κα κάλεσε τν νθρωπο ν ρθει ν πάρει τ ζεμπίλι μ τ πράγματα πο φερε. Μς βάζει, πές του σ μεγάλο πειρασμό. Κύριε, ναφώνησε, λέησέ μας τος μαρτωλούς».

βς Γεώργιος μως πο ταν τότε σαράντα περίπου χρόνων, βαλε στν δελφό του μετάνοια κα μ σεβασμ το επε:

Πάτερ μου, μ στενοχωρεσαι κα μ ταράττεσαι. λλ λα ν παρακαλέσουμε μ πίστη τν Πολυεύσπλαχνο κα Πανοικτίρμονα Θε ν κάμει τ θαμα του. Κα ν μς κούσει εσπλαγχνία του κα ναστήσει τ παιδί, ελογημένο ς εναι στος αἰῶνες τ Πανάγιο νομά Του. Τότε καλομε τν πατέρα κα το δίνουμε τ παιδί του, πως πίστεψε. ν μως γαθότητα το Θεο δν θελήσει, γι λόγους πο γνωρίζει κενος, ν γίνει τ θαμα, τότε πάλι καλομε τν πατέρα κα το ξηγομε, πς κα μες μαρτωλο νθρωποι εμεθα κα δν χουμε τέτοια παρρησία, στε ν πιτύχουμε ατ πο ποθε τόσο κενος, σο κα μες. Στ λόγια το Γεωργίου βς ρακλείδης πείσθηκε. Τότε κα ο δύο ο πατέρες φο γονάτισαν, μ δάκρυα στ μάτια κα καρδι ραγισμένη ρχισαν ν προσεύχονται. Δν πέρασε πολλ ρα κα τ θαμα γινε. φιλάνθρωπος Θες πο κούει πάντα τς προσευχς τν παιδιν του πο γίνονται μ πίστη, κουσε κα τν πιστν βάδων τν παράκληση. Τ νεκρ παιδ κάποια στιγμ νοιξε τ μάτια κα φκε να λαφρ κλαψούρισμα. Ο ελαβες σκητς μ τν ψυχ πλημμυρισμένη π εγνωμοσύνη νοιξαν τν πόρτα κα κάλεσαν μέσα τν πατέρα το παιδιο κα το επαν:

δελφέ μας, γάπη το Θεο, κατ τν πίστη πο δειξες σ’ Ατόν, σο δίνει τ παιδί σου πίσω ζωντανό. Πάρε το κα δόξαζέ τον μ λη σου τν ψυχή, λλ κα μν ναφέρεις σ κανένα τίποτα π τι γινε.

ελαβς πατέρας μ δάκρυα χαρς πρε στν γκαλιά του τ γαπημένο του παιδ κα βγκε δοξολογώντας π τ βάθη τς ψυχς του τν φιλάνθρωπο Θεό. φυγε κα φκε πίσω τος βάδες ν συνεχίζουν τν γώνα τους. γώνα κουραστικς σκληραγωγίας το κορμιο, γώνα συνεχος προσευχς.

τσι περνοσε κάθε μέρα ζωή τους μ ελάβεια κα ερήνη κα ταπείνωση κα ζηλευτ γενικ ρετή. Ποτέ τους δν καταδέχτηκαν ν ντιμιλήσουν νας στν λλο ν λυπήσουν κανένα. βς ρακλείδης εχε πολλ πραότητα κα πομον κα ταπείνωση. Κα ατς τς ρετς τς κράτησε μ παραδειγματικ ζλο κα προσοχ μέχρι τς μέρας πο μεγάλος Πατέρας τν κάλεσε ν φήσει τοτο τν κόσμο κα ν μεταπηδήσει στ χώρα το ορανο κα τς αώνιας ετυχίας κα χαράς. Κοιμήθηκε γύρω στ βδομντα του χρόνια κα τάφηκε κε στος τάφους τν σίων Πατέρων. Στν οραν τώρα πρεσβεύει γι λο τν κόσμο κα διαίτερα γι τν πατρίδα, τ μαρτυρικ Κύπρο μας.

στερα π τν θάνατο το β ρακλείδη, δελφο μογάλακτου, συμμοναστο μως κα συναθλητο το β Γεωργίου, τότε κα ατς γκατέλειψε τ Λαύρα κα ξαναγύρισε στ μοναστήρι το Χοζεβ π τ ποο ξεκίνησε. Κα στ περιβάλλον ατ ζω το ταπεινο β συνεχίζεται σν τν προηγούμενή του ζω στ Λαύρα. Κα δ αστηρ νηστεία, μαζ μ τν περβολικ γρυπνία κα θερμ προσευχ ποτελον τν καθημερινή του νασχόληση. νηστεία μάλιστα στν ποία πέβαλλε τν αυτό του, πως μς λέει μαθητής του σιος ντώνιος, ατς πο γραψε κα τ βιογραφία του, εχε φτάσει στ κατακόρυφο. λλ κα στ μελέτη κα τν προσευχ εχε ξεπεράσει λους κε τος συμμοναστές του. Χωρς καμι περβολ μποροσε ν λεγε γι τ ζωή του. «Ζ δ οκέτι γώ, ζε δ ν μο Χριστός». (Γαλ. β’ 20). Ο νθρωποι πο τν βλεπαν τν θαύμαζαν. Κα ο δαίμονες τν τρεμαν γι τν αταπάρνηση κα τν πομονή του.

ταν ο Πέρσες φτασαν στ Δαμασκό, σιος πο τν μέρα καθόταν ξω π’ τ κελί του κα ζεσταινόταν στν λιο, γιατί π τν περβολικ γκράτεια εχε καταντήσει πολ δύνατος, μ θεο ραμα προέβλεψε τν καταστροφ τς χώρας. Ο μαρτίες τν νθρώπων τς ποχς κείνης πο κατοικοσαν στ μέρη κενα τς Συρίας κα τς Παλαιστίνης εχαν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο ριο. ταν μάλιστα ο Πέρσες εχαν προχωρήσει κα περικυκλώσει τν γία πόλη ερουσαλήμ, τότε ο δελφο το κοινοβίου κα πολλο π ατος πο μεναν σ κελι φυγαν γι τν ραβία πγαν κα κρύφτηκαν στ σπήλαια κα στν καλαμνα. Μαζ μ’ ατος μ τν πιμον τν πατέρων πγε κα γέροντας Γεώργιος. κε τν βρκαν ο Πέρσες κα τν πραν κα ατν αχμάλωτο μαζ μ λλους. Πολλος π’ ατος κατάσφαξαν. Μεταξ ατν κα να γέροντα κατ περίπου χρόνων μ για ζωή, τν β Στέφανο τν Σύρο. Τν γιο Γεώργιο τν σεβάστηκαν σν τν εδαν τσι δύνατο κα ελαβή, το δωκαν μάλιστα κα να ζεμπίλι μ ψωμι κα να δοχεο μ νερ κα τν φήκαν λεύθερο λέγοντάς του: «που θέλεις πήγαινε, γέρο, ν σώσεις τν αυτό σου». γιος κατέβηκε στν ορδάνη τ νύκτα κα κρυβόταν κε μέχρις του φυγαν ο Πέρσες πρς τ Δαμασκ μαζ μ τος αχμαλώτους πο πραν κα π τν γία πόλη τν εροσολύμων. Μαζί τους εχαν κα τν πίσκοπο εροσολύμων τν Ζαχαρία κα τν Τίμιο Σταυρό.

γέροντας φο περιπλανήθηκε να διάστημα σ διάφορα μέρη, στ τέλος γύρισε στ μοναστήρι το Χοζεβ που παρέμεινε μέχρι το θανάτου του. Ατ τν περίοδο σιος παρ τν λικία το νέπτυξε μεγάλη εραποστολικ δράση. Τ «παρακαλετε, παρακαλετε τν λαό μου» τ καμε βίωμά του κα σύνθημα ζως. Καθημεριν βγαινε π τ κελί του κα δίδασκε κα στήριζε τος δελφος κα τος πολλος πισκέπτες. Μαζ μ τ διδασκαλία το σιος πρόσφερε κα τ πολλ θαύματά του. Πολ τν χαρίτωσε Κύριος τοτο τν καιρό. Πηγ χαριτόβρυτη κι νεξάντλητη θαυμάτων μεινε μέχρι τς μέρας πο κοιμήθηκε.

Ερηνικ κα συχα να πρωιν γιός μας φκε τ πνεμα του ν πετάξει κοντ στν Κύριο πο γάπησε μ λη τν ψυχή του κα ζησε γι τν δόξα του. «Δικαίων ψυχα ν χειρ Θεο κα ο μ ψηται ατν βάσανος». Ποικίλες θεραπεες προσφέρει σιός μας κα μετ τν κοίμησή του σ’ κείνους πο μ ελάβεια κα πίστη στν Θε ζητον τ μεσιτεία του. μνήμη του θάνατη θ μένει στος αἰῶνες κα τ παράδειγμά του ζωνταν θ καλε τς γενες τν νθρώπων κα μάλιστα τς Νήσου τν γίων, τς Κύπρου μας στν γάπη το Χριστο. Ναί! στν γάπη το Χριστο, γιατί μόνο γάπη το Χριστο κα προσήλωσή μας στ θέλημά του μορφαίνει τν ζωή μας κα τς δίνει νόημα κα σφάλεια κα ξία.

Εναι καιρός, λοι σοι κατοικομε τοτο τν τόπο ν συνειδητοποιήσουμε πς τ νομα «χριστιανός» δν εναι να κεν νομα κα νας κληρονομικς τίτλος χωρς εθύνη. Τ νομα, τ τιμημένο νομα χριστιανός, εναι περισσότερο τρόπος σκέψεως κα νας κανόνας ζως. Εναι «αρεσις βίου». Καθένας π μς εναι ποχρεωμένος τν κάθε μέρα ν δίνει «τν μαρτυρία ησο Χριστο». Κα ατ μαρτυρία δν εναι μία πράξη νώδυνη. Σ πολλς περιστάσεις μαρτυρία ησο Χριστο καταντ διωγμς «νεκεν δικαιοσύνης». Κα κόμη μαρτύριο κα θάνατος γι χάρη το Χριστο κα το Εαγγελίου του. Σήμερα πι πολ π κάθε λλη φορ κάθε πιστς πρέπει ν εναι θλητς τς πίστεως. Τς πίστεως, τν ποία πρέπει ν εναι τοιμος ν μολογήσει κα ν βεβαιώσει μ τν πολιτεία του. Ν βεβαιώσει δηλαδ τι καμι δύναμη στν κόσμο δν μπορε ν τν χωρίσει π τν γάπη το Χριστο. Μαζ μ τν θεο πόστολο Παλο καθένας π μς πρέπει ν εναι τοιμος ν παναλάβει τ «τς μς χωρίσει π τς γάπης το Χριστο; θλίψις στενοχώρια διωγμς λιμς γυμνότης κίνδυνος μάχαιρα». Κα μ πεποίθηση κλόνητη στ δύναμη πο χαρίζει Χριστός, σ’ κείνους πο μ ληθιν πίστη τν πικαλονται, ν δίνει κα τν πάντηση, πως τν δινε φάλαγγα τν γίων, σίων, πατέρων κα μαρτύρων τς κκλησίας μας, πως τν δινε μεγάλος γιος μας Γεώργιος Χοζεβίτης μ τ λόγια κα πάλιν το θείου Παύλου:

«Πέπεισμαι γρ τι οτε θάνατος οτε ζω οτε γγελοι οτε ρχα οτε δυνάμεις οτε νεστώτα οτε μέλλοντα οτε ψωμα οτε βάθος οτε τς κτίσις τέρα δυνήσεται μς χωρίσαι π τς γάπης το Θεο τς ν Χριστ ησο τ Κυρί μν» (Ρωμ. η’ 25, 38 – 39).

γιε Γεώργιε το Χοζεβ, γλάϊσμα τν Πατέρων, δόξα τν σίων, τραν πόδειγμα βαθις πίστεως κα εσέβειας, πρέσβευε πρ μν τν μαρτωλν. Πρέσβευε, γιε Πάτερ, κα εχου πατρίδα σου Κύπρος κα πατρίδα μας, ν δε μία ρα γρηγορότερα τν ποθητ λευθερία κα τ λύτρωση π τ νήκουστα δειν πο περν. μήν.

πολυτίκιον. χος πλ. α’. Τν συνάναρχον Λόγον.
Γεωργήσας τν λόγον Πάτερ τς χάριτος, δικαιοσύνης δρέψω καρποφορίαν λαμπράν, ς τν νθεον ζων αρετισάμενος· θεν τς δόξης κοινωνός, νεδείχθης το Χριστο, Γεώργιε θεοφόρε· κα πρεσβεύεις παύστως, λεηθναι τς ψυχς μν.

Κοντάκιον. χος πλ. δ’. Τ περμάχ.
ς γεωργν τν νοητν φυτν πανάριστον
Κα τν γγέλων μιμητν κα σοστάσιον
νυμνομέν σε ο παδές σου θεοφόρε.
λλ’ ς χων παρρησίαν πρς τν Κύριον,
π πάσης πολύτρωσαι κακώσεως
Τος βοντάς σοι, χαίροις Πάτερ Γεώργιε.

Μεγαλυνάριον.
Τν Σταυρν ς ροτρον σχηκώς, σεαυτν σίως, γεώργησας τ Θε· θεν τν ψυχήν μου, Γεώργιε παμμάκαρ, θν τ γεωργί, δη νεούργησον

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου