Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Οι Σα­ρα­κη­νοί στα τεί­χη

Τα θαύ­μα­τα του Α­γί­ου συ­νε­κέν­τρω­ναν πλή­θος κό­σμου κατ έ­τος ά­πό τα πε­ρί­χω­ρα και ά­πό τις άλ­λες πό­λεις και τε­λού­σαν την πα­νή­γυ­ρη του Α­γί­ου στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, κα­τά στις 26 Ό­κτω­βρίου. Οι Σα­ρα­κη­νοί ό­ταν έ­μα­θαν ό­τι οι χρι­στια­νοί πα­νη­γυ­ρί­ζουν αυ­τή την η­μέ­ρα και εί­ναι α­μέ­ρι­μνοι, σκέφθηκαν να έλθουν κρυφά το απόγευμα της έορ­της, και τη νύκτα να κυριεύσουν την πόλη. Ήλθαν λοιπόν και αγκυροβόλησαν τη νύ­κταέ­ξω ά­πό το τεί­χος, θέ­λον­τας άλ­λους να σκο­τώ­σουν, κι άλ­λους να αιχ­μα­λω­τί­σουν.

Ά­φού τε­λεί­ω­σε ο εσπερινός του Α­γί­ου Μάρ­τυ­ρος Νέ­στο­ρος και πή­γαν οι άν­θρω­ποι να η­συ­χά­σουν στις οι­κί­ες τους, πή­ρε φω­τιά το κου­βού­κλιο το ό­ποι­ο ή­ταν στον τά­φο του Α­γί­ου. Μό­λις εί­δαν οι άν­θρω­ποι ό­τι η Εκ­κλη­σί­α τους πα­ρα­δό­θη­κε στις φλό­γες, έ­τρε­ξαν να σβή­σουν τη φω­τιά, κά­ποι­οι άλ­λοι έ­παιρ­ναν ά­πό το α­σή­μι και το χρυ­σά­φιπου έ­λει­ω­νε. Ο­ταν εί­δε ο φύ­λα­κας της Εκ­κλη­σί­ας, ο­τι όρ­μη­σαν οι άν­θρω­ποι να πά­ρουν το α­σή­μι, που ή­ταν στον τάφο του Α­γί­ου, χω­ρίς να γνω­ρί­ζει τί­πο­τα για τους Σα­ρα­κη­νούς, και θέ­λον­τας να τους σκορ­πί­σει α­πό την Εκ­κλη­σί­α, με νευ­ση βε­βαί­ως του Α­γί­ου, ο ό­ποι­ος τον κα­τηύ­θυ­νε ά­ο­ρά­τως, φώ­να­ξε δυ­να­τά:

— Θεσ­σαλ­λο­νι­κεις, τρέξ­τε στα τεί­χη, δι­ό­τι ήλθαν ε­χθροί να σας κυ­ρι­εύ­σουν. Οι Θεσ­σα­λο­νι­κείς, μό­λις ά­κου­σαν τους λό­για αυ­τά, ε­πει­δή φο­βό­ταν την αιχ­μα­λω­σί­α, έ­τρε­ξαν να δουν αν πραγ­μα­τι­κά υ­πήρ­χαν ε­χθροί, οι ό­ποι­οι μό­λις εί­χαν αρ­χί­σει να βά­ζουν σκά­λες στα τεί­χη για να ει­σέλ­θουν στο φρού­ριο. Ο­ταν εί­δαν το αιφ­νί­διο κα­κό που συ­νέ­βη σ αυ­τούς, πάν­τες έ­πι­κα­λούν­το τον Α­γιο. Ον­τως ο Α­γιος, έ­τοι­μος βο­η­θός και προ­στά­της, α­μέ­σως εμ­φα­νί­στη­κε στα τεί­χη και μό­νος του φό­νευ­σε πολ­λούς Σα­ρα­κη­νούς. Οι υ­πό­λοι­ποι ε­χθροί, ό­ταν εί­δαν το θαυ­μα, ο­πι­σθο­χώ­ρη­σαν, δι­η­γού­με­νοι την συμ­φο­ρά τους.

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΦΙΠΠΟΣ


Στην εικόνα αυτή ο Άγιος Δημήτριος παρουσιάζεται καβαλάρης με στρατιωτική στολή πάνω σε κόκκινο άλογο φονεύοντας με το δόρυ του τον τσάρο των Βουλγάρων Σκυλογιάννη. Πρόκειται για το θαύμα που έγινε τον Οκτώβριο του 1207 έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης. Ο τσάρος των Βουλγάρων Ιωαννίτζης που οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν Σκυλογιάννη, φονεύτηκε κατά την παράδοση από τον Άγιο Δημήτριο, όταν εκείνος πολιορκούσε την Θεσσαλονίκη. Στο πρόσωπο του Αγίου Δημητρίου η Θεσσαλονίκη βλέπει πάντοτε τον προστάτη της, το στήριγμά της. (Η απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους το 1912 συνέπεσε με την ημέρα της γιορτής του αγίου μας). Δίκαια ο Άγιος Δημήτριος αποκαλείται από τον υμνωδό της Εκκλησίας « ὁ μέγας φρουρός τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ ρύστης ἐν τοῖς κινδύνοις ὁ ἐξαίρετος, πρόμαχος ὁ κράτιστος» (Κανών δεύτερος). Σ' έναν άλλο Κανόνα, που συνέθεσε ο Συμεών Θεσσαλονίκης, ο Άγιος Δημήτριος φέρεται να λέει στην προστατευόμενή του πατρίδα Θεσσαλονίκη: «...μη φοβοῦ οὖν πατρίς μου, ἐμέ κατέχουσα∙ τους ἐχθρούς σου γάρ πάντας πατάξω ἐν Χριστῷ και φυλάξω σε τήν τιμῶσάν με». Δίκαια παρατηρήθηκε, πως από όλες τις εικόνες του Αγίου Δημητρίου, η εικόνα του εφίππου άγιου αγαπήθηκε περισσότερο, γιατί ενσαρκώνει τα ελληνικά ιδεώδη της παλληκαριάς και της λεβεντιάς. Στη συνείδηση των πιστών ο Άγιος Δημήτριος δεν είναι μόνο, κατά τον υμνωδό, «κρηπίς ἀκατάβλητος καί θεμέλιος ἄρρηκτος καί πολιοῦχος, οἰκιστής καί ὑπέρμαχος» της πόλεως της Θεσσαλονίκης και «ἐν πολλοῖς καί πολλάκις κινδύνοις χαλεποῖς τῶν Θεσσαλονικέων προϊστάμενος», αλλά και ο μέγας υπέρμαχος της οικουμένης. Για τούτο ψάλλει η Εκκλησία μας: «Μέγαν εὕρατο ἐν τοῖς κινδύνοις, σε ὑπέρμαχον ἡ οἰκουμένη, ἀθλοφόρε τά ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τήν δύναμιν, ἐν τῷ σταδίω θαρρύνας τόν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε, μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος» (Απολυτίκιο του αγίου).

Πηγή: Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος

ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΟΥ ΜΥΡΟΒΛΗΤΟΥ

Στη θε­ο­φύ­λα­κτη μη­τρό­πο­λη των Θεσ­σα­λο­νι­κέ­ων, γεν­νή­θη­κε το 280 και με­γά­λω­σε ο Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρας του Χρι­στού Δη­μή­τριος ο ω­ραι­ό­τε­ρος της καρ­πός, πα­νέ­μορ­φος στην μορ­φή και την ψυ­χή, γλυ­κύς στα λό­για του και στους τρό­πους του. Τό­τε Καί­σα­ρας της Α­χαι­ας και Μα­κε­δο­νί­ας ή­ταν Μα­ξι­μια­νός Γα­λέ­ριος (284-305 μ.Χ.). Ο Ρω­μαί­ος Αυ­το­κρά­το­ρας Δι­ο­κλη­τια­νός πα­ρα­κι­νού­με­νος α­πό τον Καί­σα­ρα Γα­λέ­ριο, μέ­λος της Τε­τραρ­χί­ας, ε­ξα­πέ­λυ­σε α­λη­θι­νό πό­λε­μο ε­ναν­τί­ον των χρι­στια­νών. Ο χρι­στι­α­νι­σμός, που εί­χε ε­ξα­πλω­θεί α­πό την Πα­λαι­στί­νη ως τον Πόν­το και α­πό τη Μι­κρα­σί­α, ως την Ελ­λά­δα και την Ί­τα­λία, έ­χει να ε­πι­δεί­ξει την έ­πο­χή αυ­τή α­να­ρίθ­μη­τες θυ­σί­ες και μαρ­τυ­ρι­κούς θα­νά­τους, με α­πο­τέ­λε­σμα, η ε­πο­χή αυ­τή να μεί­νει γνω­στή στην ι­στο­ρί­α σαν ε­πο­χή μαρτύ­ρων του χρι­στι­α­νι­σμού.

Με τον ερ­χο­μό του 4ου αι. ο χρι­στι­α­νι­σμός εί­χε ή­δη ε­δραι­ω­θεί στην πό­λη της Θεσ­σα­λο­νί­κης, με πο­λυ­ά­ριθ­μους χρι­στια­νούς και Εκ­κλη­σί­ες ορ­γα­νω­μέ­νες κα­τά τα πρό­τυ­πα της δι­δα­σκα­λί­ας των Α­γί­ων Α­πο­στό­λων. Ε­κλε­κτό μέ­λος της Εκ­κλη­σί­ας των Θεσ­σα­λο­νι­κέ­ων ή­ταν και ο Α­γιος Δη­μή­τριος. Προ­ερ­χό­ταν α­πό ευ­σε­βείς γο­νείς, τους πλέ­ον ε­πι­σή­μους άρ­χον­τες των Μα­κε­δό­νων. Ο πα­τέ­ρας του κα­τα­γό­ταν α­πό ξε­χω­ρι­στό γέ­νος, ή­ταν ό­μως και στην ψυ­χή α­κό­μη πιο ξε­χω­ρι­στός. Ο Δη­μή­τριος εί­χε προι­κι­στεί α­πό τον Δω­ρε­ο­δό­τη κά­θε ά­γα­θού με πλή­θος σω­μα­τι­κών και πνευ­μα­τι­κών χα­ρι­σμά­των. Εί­χε εν­τυ­πω­σια­κή σε­μνό­τη­τα, ά­φθο­νη πε­ρι­ου­σί­α, με­γά­λη σω­μα­τι­κή δύ­να­μη, ο­μορ­φιά μο­να­δι­κή, και ευ­γέ­νεια στο ή­θος του. Στα χα­ρί­σμα­τα αυ­τά προ­στέ­θη­κε η μόρ­φω­ση και η παι­δεί­α. Με την πνευ­μα­τι­κή του υ­πε­ρο­χή, την ω­ραί­α του εμ­φά­νι­ση, την ευ­σέ­βεια και την ή­θι­κή του γεν­ναι­ό­τη­τα ο Δη­μή­τριος έ­γι­νε πο­λύ γρή­γο­ρα γνω­στός σε ο­λό­κλη­ρη την πό­λη, και προ­βλή­θη­κε ως το ι­δε­ώ­δες τε­λεί­ου αν­θρώ­που. Κα­τα­γι­νό­ταν κυ­ρί­ως στο να μα­θαί­νει το κα­λό και να γυ­μνά­ζε­ται στην πο­λε­μι­κή τέ­χνη, δι­ό­τι έ­τσι συν­δύ­α­ζε ά­ρι­στα τη φρό­νη­ση και την αν­δρεί­α με την στρα­τη­γι­κή πεί­ρα. Η φή­μη του έ­φθα­σε και μέ­χρι το βα­σι­λιά Μα­ξι­μια­νό Γα­λέ­ριο, ο ό­ποι­ος ε­κτι­μών­τας τις α­ρε­τές του τον προ­σέ­λα­βε αρ­χι­κώς ως μέ­λος της συγ­κλή­του της πό­λε­ως και στη συ­νε­χεια τον τί­μη­σε με το α­ξί­ω­μα του Δού­κα, δι­ο­ρί­ζον­τας τον στρα­τη­γό ό­λης της Θεσ­σα­λί­ας.

Ως χρι­στια­νός ο Δη­μή­τριος, δεν πε­ρι­ο­ρί­στη­κε μό­νο στη λα­τρεί­α του μό­νου και ά­λη­θι­νού Θε­ού, άλ­λα προ­χώ­ρη­σε με ζέ­ση και ζή­λο στο ι­ε­ρα­πο­στο­λι­κό έρ­γο, φω­τί­ζον­τας και δι­δά­σκον­τας τό­σο με τη φω­τει­νή πα­ρου­σί­α του, ό­σο και με τους κα­τη­χη­τι­κούς λό­γους του, σπεί­ρον­τας τον σπό­ρο του Ευ­αγ­γε­λί­ου στην α­γα­θή γη των Θεσ­σα­λο­νι­κέ­ων.

Μ’ αυ­τό τον τρό­πο ο σο­φός, παρ­θέ­νος και ό­σιος, πάγ­κα­λος και πα­να­μώ­μη­τος Δη­μή­τριος, α­να­δεί­χθη­κε δι­δά­σκα­λος και α­πό­στο­λος. Η μόρ­φω­ση και η παι­δεί­α, που εί­χε ά­να­μιγ­μέ­νη με τη χά­ρη του Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος, κα­τέ­στη ό­πλο και α­μυν­τή­ριο και οι­κο­δο­μι­κό ερ­γα­λεί­ο και γε­ωρ­γι­κή σκα­πά­νη και ά­ρο­τρο και α­λι­ευ­τι­κή σα­γή­νη, ώ­στε κα­νείς δεν μπο­ρού­σε να άν­τι­στα­θεί στη σο­φί­α του Δη­μη­τρί­ου. Καλ­λι­ερ­γών­τας έ­τσι ο Δη­μή­τριος τον αμ­πε­λώ­να του Κυ­ρί­ου της α­γα­πη­μέ­νης του πό­λε­ως, κα­τα­γρά­φον­τας τα ρή­μα­τα της αι­ω­νί­ου ζω­ής στις καρ­δι­ές των Θεσ­σα­λο­νι­κέ­ων ει­δω­λο­λα­τρών, πε­ρι­έ­λα­βε στη σα­γή­νη του κη­ρύγ­μα­τος του ε­κτός α­πό τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, την Ατ­τι­κή και την Α­χαι­α, ώ­στε να κα­τα­στεί α­πό τό­τε α­κό­μη με τα θεί­α του λό­για θαύ­μα και εύ­ω­δία Χρί­στου. Ο Μάρ­τυς συ­νή­θι­ζε να δι­δά­σκει στη Χαλ­κευ­τι­κή Στο­ά, σε υ­πό­γει­ο του Να­ού της Α­ει­παρ­θέ­νου Θε­ο­μή­το­ρος, που ο­νο­μα­ζό­ταν Κα­τα­φυ­γή, κον­τά στο δη­μό­σιο λου­τρό.

Η­δη ο αυ­το­κρά­τωρ Μα­ξι­μια­νός κα­θώς βρι­σκό­ταν στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, για να συγ­κεν­τρώ­σει στρα­τό ε­ναν­τί­ον των Ί­σαύ­ρων, ε­κτι­μών­τας το λαμ­πρό, πε­ρί­δο­ξο και πε­ρί­βλε­πτο γέ­νος του Δη­μη­τρί­ου, ο­πως ε­πί­σης και τις α­ρε­τές που συγ­κέν­τρω­νε, τον εί­χε α­να­κη­ρύ­ξει αν­θύ­πα­το ό­λης της Ελ­λά­δος δί­νον­τάς του την α­νά­λο­γη στρα­τι­ω­τι­κή στο­λή, το δα­κτυ­λί­δι και το υ­πα­τι­κό δι­ά­δη­μα, τα ό­ποι­α έ­φε­ρε ως δι­α­κρι­τι­κά της στρα­τι­ω­τι­κής ε­ξου­σί­ας του, αλ­λά και ως μυ­στι­κά σύμ­βο­λα της δι­δα­σκα­λι­κής α­ξί­ας και προ­ε­δρί­ας, που μυ­στι­κά του χά­ρι­σε ο α­λη­θι­νός και ου­ρά­νιος Βα­σι­λεύς του, ο Χρι­στός.

Ο βα­σι­λιάς Μα­ξι­μια­νός, α­φού υ­πέ­τα­ξε τους Σκύ­θες και τους Σαυ­ρο­μά­τες, ε­πέ­στρε­ψε νι­κη­τής και τρο­παι­ού­χος θυ­σι­ά­ζον­τας στα εί­δω­λα α­πό ό­σες πό­λεις δι­έ­βαι­νε. Ήλ­θε και στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και με­ρι­κοί α­πό τους ει­δω­λο­λά­τρες της πό­λης, έ­χον­τας στην καρ­διά τους τον δι­ά­βο­λο και ε­πι­θυ­μών­τας να τι­μη­θούν α­πό τον βα­σι­λιά του εί­παν:

- Με­γα­λει­ώ­τα­τε, σε πα­ρα­κα­λου­με να μας α­κού­σεις, δι­ό­τι ε­πι­θυ­μού­με το συμ­φέ­ρον της βα­σι­λεί­ας σου. Γνώ­ρι­σε λοι­πόν, πως ο Δη­μή­τριος, ο ό­ποι­ος τι­μή­θη­κε με το βαθ­μό του η­γε­μό­νος της Θεσ­σα­λί­ας, αρ­νή­θη­κε την πα­ρα­δο­σια­κή θρη­σκεί­α και πι­στεύ­ει στον Χρι­στό, ε­κεί­νον τον ό­ποι­ο σταύ­ρω­σαν οι Ε­βραί­οι. Ε­πι­πλέ­ον, κη­ρύτ­τει φα­νε­ρά αυ­τόν τον Χρι­στό ως Θε­ό α­λη­θι­νό. Και κα­θη­με­ρι­νώς α­κού­νε τους πλα­νη­μέ­νους λό­γους του οι άν­θρω­ποι, α­φή­νουν την θρη­σκεί­α τους και γί­νον­ται Χρι­στια­νοί.

Ο βα­σι­λιάς, ο­ταν ά­κου­σε αυ­τά τα λό­για, αρ­χι­κά λυ­πή­θη­κε, δι­ό­τι θα έ­χα­νε τέ­τοι­ο άν­θρω­πο, έ­πει­τα ό­μως, θέ­λον­τας να δι­α­πι­στώ­σει και ο ί­διος την α­λή­θεια, δι­έ­τα­ξε να τον φέ­ρουν μπρο­στά του. Πή­γαν οι άν­θρω­ποι του βα­σι­λιά στην Κα­τα­φυ­γή και βρη­καν τον Ά­γιο να κά­θε­ται και να δι­δά­σκει το λό­γο του Θε­ού, ο­πό­τε τον άρ­πα­ξαν α­μέ­σως και τον πα­ρου­σί­α­σαν στον βα­σι­λιά. Ο Α­γιος δεν αν­τι­στά­θη­κε κα­θό­λου, αλ­λά με χα­ρά στά­θη­κε μπρο­στά του.
Ο βα­σι­λιάς λέ­ει προς τον Δη­μή­τριο:
— Τέ­τοι­α τι­μή πε­ρί­με­να να μου δώ­σεις; Ε­τσι έλ­πι­ζα να με τι­μάς και σε α­νε­βί­βα­σα σε τέ­τοι­ο βαθ­μό; Ε­γώ σε α­νέ­δει­ξα η­γε­μό­να της Θεσ­σα­λο­νί­κης και συ δεν βγή­κες α­πό την πό­λη ού­τε έ­να μί­λι για να με πρου­παν­τή­σεις;
Α­φού ά­κου­σε αυ­τά ο Α­γιος α­πάν­τη­σε:
— Βα­σι­λιά μου, ε­γώ τι­μώ τη βα­σι­λεί­α σου, τι­μώ ό­μως πε­ρισ­σό­τε­ρο ά­πό ε­σέ­να τον Θε­ό του ου­ρα­νού και της γης, ο ό­ποι­ος εί­ναι βα­σι­λιάς ό­λου του κό­σμου.
— Και ποι­ος ει­ναι ο Θε­ός σου και βα­σι­λεύς;.
Ο Α­γιος α­πάν­τη­σε:
Ο Κύ­ριος Ι­η­σούς Χρι­στός, ε­κεί­νος εί­ναι Θε­ός α­λη­θι­νός και Βα­σι­λεύς Παν­το­κρά­τωρ.
Ο βα­σι­λιάς του λέ­γει πά­λι:
— Λοι­πόν αυ­τόν πι­στεύ­εις ε­σύ και γι’ αυ­τό δεν μας κα­τα­δέ­χε­σαι, α­νά­ξι­ε της τι­μής; Και τι κα­λό εί­δες ά­πό τον Χρι­στό σου και τον έ­χεις Θε­ό και Βα­σι­λέ­α; Δεν εί­ναι θε­ός οΔί­ας, ο Α­πόλ­λων και οι υ­πό­λοι­ποι, αλλ ο Χρι­στός σου; Δεν σε τί­μη­σα ε­γώ και σε δι­ό­ρι­σα η­γε­μό­να της Θεσ­σα­λί­ας; Αυ­τά α­πο­δί­δεις σε ­μας α­χά­ρι­στε άν­θρω­πε; Τέ­τοι­ος φαί­νε­σαι στους με­γά­λους θε­ούς και ­μας; Έ­γώ λοι­πόν θα σου αν­τα­πο­δώ­σω κα­τά τη μο­λυ­σμέ­νη γνώ­μη σου. Θα βα­σα­νι­σθείς και θα τι­μω­ρη­θείς με πολ­λά βα­σα­νι­στή­ρια για να μά­θεις ποι­ος εί­μαι ε­γώ και ποι­ος εί­σαι έ­σύ, και τι μπο­ρεί να κά­νει ο Θε­ός σου για σέ­να.
Ο Α­γιος ά­πο­κρί­θη­κε:
— Βα­σι­λιά, τις τι­μω­ρί­ες και τα βά­σα­να με τα ό­ποι­α με α­πει­λείς, έ­γώ τα θε­ω­ρώ ωςχα­ρά και α­γαλ­λί­α­ση δι­ό­τι αυ­τά θα μου χα­ρί­σουν τη βα­σι­λεί­α των ου­ρα­νών και α­τε­λεί­ω­τη τι­μή.
Ο βα­σι­λιάς θύ­μω­σε υ­περ­βο­λι­κά ε­ναν­τί­ον του Δη­μη­τρί­ου. Ε­πει­τα ό­μως, θέ­λοντας να δείξει κάποια υποχωρη­τι­κό­τητα, πρό­στα­ξε να τον φυ­λα­κί­σουν, συλ­λο­γι­ζό­με­νος ό­τι, αν ε­ξευ­τε­λι­σθεί και φυ­λα­κι­σθεί, θ’ α­ναγ­κα­σθεί να αλ­λά­ξει γνώ­μη. Πή­ραν οι στρα­τι­ώ­τες το Α­γιο και τον ο­δή­γη­σαν σε τό­πο α­κά­θαρ­το δη­λα­δή σε πα­λαι­ό λου­τρό στα υ­πό­γεια του ο­ποί­ου χύ­νον­ταν α­πό­νε­ρα. Κα­θώς μπή­κε ο Α­γιος στον τό­πο ε­κεί­νο, εί­δε μπρο­στά του έ­να με­γά­λο σκορ­πιό ο ό­ποι­ος προ­σπα­θού­σε να τον κεν­τρή­σει. Ο Α­γιος έ­κα­νε το ση­μεί­ο του Τι­μί­ου Σταύ­ρου και εί­πε:
— Στο ό­νο­μα του Ί­η­σού Χρί­στου, ο ό­ποι­ος εί­πε να πα­τά­με πά­νω σε φί­δια και σκορ­πιούς και σ’ ό­λη τη δύ­να­μη του ε­χθρού.
Αυ­τό εί­πε και πά­τη­σε ε­κεί­νο τον σκορ­πιό, και α­μέ­σως εμ­φα­νί­σθη­κε Αγ­γε­λος Κυ­ρί­ου πά­νω του, κρα­τών­τας στε­φά­νι χρυ­σό, και του εί­πε:
— Χαί­ρε Δη­μή­τρι­ε στρα­τι­ώ­τη του Χριστού, έ­χε θάρ­ρος, γέ­­μι­σε με τη δύ­να­μη του Χρι­στού και νί­κα τους ε­χθρούς σου.
Και έ­βα­λε το στε­φά­νι στο κε­φά­λι του μάρ­τυ­ρα. Ο Α­γιος πα­ρέ­μει­νε στον βρω­με­ρό ε­κεί­νο τό­πο, στε­ρη­μέ­νος α­πό τη συ­να­να­στρο­φή αν­θρώ­πων, έ­χον­τας ό­μως την πα­ρη­γο­ρί­α α­πό τον Θε­ό.
Ο πα­ρά­νο­μος βα­σι­λιάς, χαι­ρό­ταν να βλέ­πει στις θυ­σί­ες των ει­δώ­λων αι­μα­το­χυ­σί­ες και φό­νους αν­θρώ­πων. Πρό­στα­ξε τό­τε να ε­κτε­λέ­σουν τον ά­γω­να του πεν­τά­θλου, δι­ό­τι οι βα­σι­λείς των Ελ­λή­νων εί­χαν αυ­τή την συ­νή­θεια. Σε ό­ποι­α πό­λη πή­γαι­ναν για πρώ­τη φο­ρά, έ­βα­ζαν τους αν­θρώ­πους και έ­τρε­χαν, πά­λευ­αν, έ­ρι­χναν τον λί­θο, πη­δού­σαν και σκό­πευ­αν με τα δό­ρα­τα συγ­κε­κρι­μέ­νους στό­χους. Αυ­τά τα πέν­τε α­γω­νί­σμα­τα τα ο­νό­μα­ζαν πέν­τα­θλο και ό­ποι­ος νι­κού­σε σε έ­να ά­πό αυ­τά, τον τι­μού­σαν οι βα­σι­λείς και του πρό­σφε­ραν δώ­ρα. Ο βα­σι­λιάς κά­θη­σε σε τό­πο υ­ψη­λό για να βλέ­πει τα α­γω­νί­σμα­τα. Ε­νας ά­πό αυ­τούς που πά­λευ­αν ή­ταν άν­θρω­πος του βα­σι­λιά και ο­νο­μα­ζό­τανΛυα­ίος και ή­ταν από τη Σκυ­θί­α. Η­ταν ψη­λός και δυ­να­τός και ο βα­σι­λιάς τον εί­χε μα­ζί του για να του προ­ξε­νεί τι­μή και έ­παι­νο. Ο βα­σι­λιάς για τις νί­κες του του χά­ρι­ζε πλού­σια δώ­ρα.
Κά­ποι­ος νέ­ος α­πό την Θεσ­σα­λο­νί­κη, ω­ραί­ος στην ό­ψη, ο Α­γιος Νέ­στο­ρας, ο ό­ποι­ος ή­ταν κρυ­φός χρι­στια­νός και γνω­στός του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου, βλέ­πον­τας τον Λυα­ιο να σκο­τώ­νει τους αν­θρώ­πους και ο βα­σι­λιάς να ευ­χα­ρι­στεί­ται για τις νί­κες του, αλ­λά και θέ­λον­τας να δει τη δύ­να­μη του α­λη­θι­νού Χρι­στού του Θε­ου, πή­γε στο λου­τρόπου ή­ταν κλει­σμέ­νος ο Α­γιος Δη­μή­τριος και του ει­πε:
Δού­λε του Θε­ού, του Κυ­ρί­ου η­μων Ι­η­σού Χρι­στού και α­φέν­τη μου, ο μια­ρός βα­σι­λιάς χαί­ρε­ται με τις πρά­ξεις του Λυα­ίου. Η ψυ­χή μου ε­πι­θυ­μεί να πα­λέ­ψει μα­ζί του. Μό­νο ευ­λό­γη­σέ με και εν­δυ­νά­μω­σέ με να πά­ω να τον νι­κή­σω. Τό­τε ο Α­γιος Δη­μή­τριος έ­κα­νε το ση­μεί­ο του σταυ­ρού στο μέ­τω­πο του Νέ­στο­ρος και του εί­πε:
— Πή­γαι­νε. Και το Λυα­ίο θα νι­κή­σεις και για τον Χρι­στό θα μαρ­τυ­ρή­σεις.
Α­να­χώ­ρη­σε λοι­πόν ο Νέ­στο­ρας και πή­γε στον τό­πο που γι­νό­ταν ο α­γώ­νας της πά­λης και α­μέ­σως φώ­να­ξε:
— Ω Λυα­ιε, έ­λα να πα­λέ­ψου­με οι δυ­ο.
Ο βα­σι­λιάς, ο ό­ποι­ος κα­θό­ταν σε ψη­λό­τε­ρο μέ­ρος, μό­λις ει­δε τον Νέ­στο­ρα, νέ­ο στην η­λι­κί­α, 20 ε­των, μή­νυ­σε σ’ αυ­τόν να πά­ει μπρο­στά του και του εί­πε:
— Νε­α­νί­α, δεν λυ­πή­θη­κες τη ζω­ή σου, αλλ ήλ­θες να πα­λαί­ψεις με τον Λυα­ιο; Δεν βλέ­πεις πό­σους νί­κη­σε; Δεν βλέ­πεις πό­σα αί­μα­τα έ­χυ­σε; Δεν λυ­πά­σαι την ο­μορ­φιά και τα νεια­τα σου; Μή­πως α­ναγ­κά­ζε­σαι α­πό τη φτώ­χεια να ε­πι­θυ­μείς τον θά­να­το σου; Δεν πρέ­πει ό­μως να συμ­πλα­κεις με τον Λυα­ιο για να μη θα­να­τω­θείς. Αν δε ει­σαι πτω­χός, να σε πλου­τί­σω ε­γώ, μό­νο να μη χάσεις τη ζω­ή σου.
Ο Νέ­στο­ρας α­πάν­τη­σε στο βα­σι­λιά:
— Ε­γώ πτω­χός δεν εί­μαι, ού­τε κα­τα­φρο­νώ τη ζω­ή μου, άλ­λα και πλού­το έ­χω και τη ζω­ή μου ά­γα­πω. Θέ­λω ό­μως να πα­λέ­ψω με τον Λυα­ιο για να λά­βω τι­μή· δι­ό­τι και αν εί­μαι πλού­σιος, τι­μή ό­μως δεν έ­χω, ε­πο­μέ­νως τι θέ­λω τον ά­τι­μο πλου­το; Α­γα­πω λοι­πόν να τι­μη­θώ και να φά­νω κα­λύ­τε­ρος ά­πό τον Λυα­ιο, γι’ αυ­τό α­πο­φα­σί­ζω να κιν­δυ­νεύ­σω. Ο­ταν ο βα­σι­λιάς ει­δε ό­τι ο νέ­ος δεν α­κού­ει, τον ά­φη­σε.
Ο Α­γιος Νέ­στωρ, α­μέ­σως πλη­σί­α­σε τον Λυα­ιο, ε­ρι­ξε το πα­νω­φό­ρι του και φώ­να­ξε:
— Ο Θε­ός του Δη­μη­τρί­ου, βο­ή­θει μοι.
Α­μέ­σως με το σπα­θί του χτύ­πη­σε τον Λυα­ιο στο κέν­τρο της καρ­δί­ας του, ο­πό­τε αυ­τός έ­πε­σε νε­κρός. Ο βα­σι­λιάς τα­ρά­χθη­κε. Κά­λε­σε τον Νέ­στο­ρα και του εί­πε:
— Νέ­ε, με ποι­ες μα­γεί­ες νί­κη­σες τον Λυα­ιο; Αυ­τός σκό­τω­σε τό­σους αν­θρώ­πους δυ­να­τό­τε­ρους ά­πό ε­σέ­να και έ­σύ πως τον θα­νά­τω­σες;
Ο Α­γιος Νέ­στο­ρας α­πο­κρί­θη­κε:
— Έ­γώ βα­σι­λιά μου δεν νί­κη­σα το Λυα­ιο με μα­γεί­ες, αλ­λά με τη δύ­να­μη του Ι­η­σου Χριστού, του α­λη­θι­νού Θε­ού.
Ο βα­σι­λιάς ε­ξορ­γί­στη­κε και δι­έ­τα­ξε έ­ναν ά­πό τους άρ­χον­τες, τον Μαρ­κια­νό, να βγά­λει τον Νέ­στο­ρα έ­ξω ά­πό τη Χρυ­σή Πύ­λη και να τον α­πο­κε­φα­λί­σει με το σπα­θί του. Και έ­τσι τε­λει­ώ­θη­κε ο Α­γιος Νέ­στωρ κα­τά τον λό­γο του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου.
Ο βα­σι­λιάς με λύ­πη α­να­χώ­ρη­σε για το πα­λά­τι, μο­νο­λο­γών­τας:
— Μα τη δύ­να­μη των με­γά­λων θε­ών, α­πό μα­γεί­ες σκο­τώ­θη­κε σή­με­ρα ο φί­λος μου ο Λυα­ιος.
Μό­λις έ­μα­θε ό­τι ο Λυ­α­ΐ­ος φο­νεύ­θη­κε με ο­δη­γί­ες του Δη­μη­τρί­ου, πρό­στα­ξε τους στρα­τι­ώ­τες να πά­νε στο λου­τρό και να σκο­τώ­σουν τον Α­γιο Δη­μή­τριο.
— Ο­ποι­ος με α­γα­πά, να φύ­γει α­μέ­σως να σκο­τώ­σει τον Δη­μή­τριο.
Πή­γαν οι στρα­τι­ώ­τες και λόγ­χευ­σαν τον Α­γιο με τις λόγ­χες τους σε ό­λο του το σώ­μα. Η πρώ­τη λόγ­χευ­ση ή­ταν στη δε­ξιά του πλευ­ρά, δι­ό­τι μό­λις τους εί­δε ο Α­γιος,ύ­ψω­σε μό­νος του το δε­ξί του χέ­ρι για να τον λογ­χεύ­σουν. Με αυ­τό το μαρ­τύ­ριο τε­λει­ώ­θη­κε ο Α­γιος Δη­μή­τριος.
Κά­ποι­οι ευ­λα­βείς χρι­στια­νοί ήλ­θαν στο λου­τρό ε­κεί­νο κρυ­φά, επειδή φοβόταν το βα­σι­λιά και εν­τα­φί­α­σαν το λεί­ψα­νο στο μέ­ρος στο ό­ποι­ο τε­λει­ώ­θη­κε.
Κά­ποι­ος φί­λος του Α­γί­ου, ο Λού­πος, ο ό­ποι­ος βρι­σκό­ταν έ­κει κα­τά την ώ­ρα του μαρ­τυ­ρί­ου, έ­βγα­λε το δα­χτυ­λί­δι του Α­γί­ου ά­πό το δε­ξί του δά­κτυ­λο και πή­ρε το μαν­τή­λι του και το πα­νω­φό­ρι του α­πό τους ώ­μους του και τα έ­βα­ψε στο αί­μα του Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος και μ αυ­τά ε­νερ­γού­σε θαύ­μα­τα πολ­λά. Αρ­ρώ­στους γι­ά­τρευ­ε, δαι­μο­νι­σμέ­νους θε­ρά­πευ­ε.
Ο βα­σι­λιάς, μό­λις τα έ­μα­θε αυ­τά, έ­στει­λε στρα­τι­ώ­τες και α­πο­κε­φά­λι­σαν τον Λού­πο σε κά­ποι­ο τό­πο που λε­γό­ταν Τρι­βου­νά­λιο.
Μ’αυ­τό τον τρό­πο τε­λει­ώ­θη­κε ο Πο­λι­ού­χος μας, ο θαυ­­­μα­τουρ­γός και Μυ­ρο­βλή­της Δη­μή­τριος. Ο α­γα­πη­μέ­νος μα­θη­τής και φί­λος του Χριστού, μιμήθηκε πολύ τόν Χριστό στα μαρ­τυ­ρί­α τα ο­ποί­α υ­πέ­στη, στην α­πέ­ραν­τη καρ­τε­ρί­α του και στη δι­δα­χή την ο­ποί­α έκανε. Ο μαρ­τυ­ρι­κός του θά­να­τος ο­νο­μά­σθη­κε Χρι­στο­μί­μη­τος σφα­γή.
Από το βιβλίο: Άγιος Δημήτριος Πολιούχος Θεσσαλονίκης,

σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαγκαδά κ. Ιωάννη

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

ΑΓΙΟΣ ΒΙΚΤΩΡ

Ο Άγιος Βίκτωρ ανήκει στο μαρτυρικό χορό, που με το αίμα του πότισε το ζωηφόρο δένδρο της χριστιανικής πίστης τον δεύτερο αιώνα μετά Χριστόν, όταν βασιλιάς ήταν ο Αντωνίνος (160 μ.Χ.). Οι υπηρεσίες του υπέρ του Ευαγγελίου, είχαν σαν στάδιο την Ιταλία. Εκεί ο Βίκτωρ έτρεχε σε διάφορες πόλεις και έσπερνε το λόγο της σωτηρίας. Συλλαμβάνεται γι' αυτό και εκβιάζεται να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Επειδή όμως δεν λύγισε, του έβγαλαν τα μάτια και τον κρέμασαν με το κεφάλι προς τα κάτω. Έτσι παρέδωσε τη γενναία και άγια ψυχή του.
 
Ἀπολυτίκιον
 
Τρισάριθμον σύνθημα, των αθλοφόρων Χριστού, υμνήσωμεν άσμασι, χαριστηρίοις πιστοί, Μηνάν τον αοίδιμον, Βίκτωρα τον γενναίον, και Βικέντιον θείον, πλάνην την των ειδώλων, καταργήσαντας πίστει. Αυτών ταις ικεσίαις, Χριστέ ο Θεός, σώσον τας ψυχάς ημών.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 

Tρισάριθμον σύνταγμα τῶν ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ συμφώνως τιμήσωμεν ὡς καθαιρέτας ἐχθροῦ, Μηνᾶν τὸν ἀοίδημον, Βίκτωρα τὸν γενναῖον καὶ Βικέντιον ἅμα, τούτοις συνευφημοῦντες στεφανίδα τὴν θείαν. Αὐτῶν, Χριστέ, ἱκεσίαις πάντας ἐλέησον.

Θαύματα του Αγίου Μηνά

Ένας από τους ασκητές της εποχής μας, ο γέρων Πορφύριος, είχε πει στα πνευματικά του τέκνα ότι μετά την κοίμησή του θα είναι πιο κοντά τους απ’ όσο ήταν εν ζωή, διότι πλέον δεν θα υπάγεται στους βιολογικούς νόμους του ανθρωπίνου σώματος. Έτσι και ο Άγιος Μηνάς, επί χίλια επτακόσια χρόνια τώρα μετά την εκδημία του, δεν έχει πάψει να βρίσκεται κοντά στους πιστούς, βοηθώντας όσους με πίστη και ελπίδα στον Θεό τον επικαλούνται.

Από τα πολλά θαύματα του Αγίου που διασώζει η παράδοση θα αναφερθούν στη συνέχεια λίγα και χαρακτηριστικά.

α) Ο άπληστος ξενοδόχος
Κάποιος χριστιανός από την Κωνσταντινούπολη, οδεύοντας για το πανηγύρι του Αγίου Μηνά και έχοντας μαζί του αρκετά χρήματα, κατέλυσε σε ένα ξενοδοχείο. Ο ξενοδόχος είδε τα ξένα χρήματα και, κυριευμένος από απληστία, σκότωσε τον προσκυνητή, τον διεμέλισε και έβαλε τα κομμάτια του σε μία σπυρίδα (ζεμπίλι). Ενώ σκεφτόταν που να θάψει τα μέλη του θύματός του για να μην αποκαλυφθεί το έγκλημα, καταφθάνει στο ξενοδοχείο ένας έφιππος στρατιώτης, ο Άγιος Μηνάς, και τον ρωτάει επίμονα πού βρίσκεται ο προσκυνητής. Ο ξενοδόχος τον διαβεβαιώνει ότι δεν γνωρίζει τίποτε αλλά ο Άγιος ξεπεζεύει, εισέρχεται στα ενδότερα του ξενώνα, βρίσκει την σπυρίδα, την φέρνει μπροστά του και τον ρωτάει με φοβερό και άγριο βλέμμα να του πει ποιος είναι ο νεκρός.

Τότε ο φονιάς έφριξε, πέφτοντας άφωνος και τρέμων στα πόδια του άγνωστου ιππέα. Ο Άγιος συνάρμοσε τα μέλη του θύματος, προσευχήθηκε και ανέστησε το νεκρό προσκυνητή παραγγέλνοντάς του να δοξάζει τον Θεό. Ο αναστημένος, σαν να είχε εγερθεί από τον ύπνο, κατάλαβε όσα έπαθε, εδόξασε τον Θεό και προσκύνησε τον Άγιο.

Μόλις ο φονιάς συνήλθε από τον τρόμο του και σηκώθηκε, του πήρε ο Άγιος τα κλεμμένα χρήματα και τα επέστρεψε στον προσκυνητή λέγοντάς του να συνεχίσει τον δρόμο του.

Έπειτα, για να ολοκληρώσει την ευεργεσία του Θεού, στράφηκε προς τον ξενοδόχο, τον έδειρε όπως του άξιζε, τον ενουθέτησε, του έδωσε συγχώρηση για το έγκλημά του προσευχόμενος γι’ αυτόν, καβάλησε το άλογό του και έγινε άφαντος. Τότε μόνο κατάλαβε ο ξενοδόχος ότι ο στρατιώτης αυτός ήταν ο Άγιος Μηνάς, γεγονός που θυμίζει την εμπειρία των δύο Αποστόλων κατά την πορεία τους προς Εμμαούς, με την συντροφιά του αναστημένου Χριστού. (Λουκά κδ’,31).

β) Η σωτηρία του υπηρέτη
Κάποιος πλούσιος χριστιανός έταξε στον Άγιο Μηνά να προσφέρει έναν ασημένιο δίσκο στο ναό του. Παρήγγειλε λοιπόν στον αργυροχόο δύο δίσκους και του ζήτησε στον μεν ένα να γράψει το όνομα του Αγίου στον δε άλλον το όνομα το δικό του. Επειδή όμως ο δίσκος ο προορισμένος για τον Άγιο έγινε λαμπρότερος και ωραιότερος, ο χριστιανός, από απληστία κινούμενος, δίχως να ντραπεί τον κράτησε για τον εαυτό του.

Ταξιδεύοντας λοιπόν στη θάλασσα, δείπνησε στο πλοίο χρησιμοποιώντας ασυλλόγιστα και χωρίς ευλάβεια τον δίσκο του Αγίου. Μετά το δείπνο ο υπηρέτης του ανευλαβούς χριστιανού προσπάθησε να πλύνει τον δίσκο στη θάλασσα με αποτέλεσμα να του πέσει στο νερό και να βυθισθεί. Τότε ο νεαρός υπηρέτης φοβήθηκε πολύ, σάστισε και, προσπαθώντας να πιάσει τον δίσκο, έπεσε κι αυτός στη θάλασσα.

Όταν ο κύριός του αντελήφθη το συμβάν, συναισθάνθηκε ότι πλήρωνε τα επίχειρα της απληστίας του και τυπτόμενος από την συνείδησή του, παρακαλούσε τον Θεό να βρει έστω το λείψανο του μικρού υπηρέτη του, τάζοντας να δώσει στο ναό του Αγίου Μηνά και τον δεύτερο δίσκο, και τα χρήματα που άξιζε ο χαμένος στη θάλασσα δίσκος. Αφού βγήκε στη στεριά περίμενε με αγωνία στην ακρογιαλιά μήπως και εκβρασθεί το πτώμα του υπηρέτη. Και ενώ παρατηρούσε τη θάλασσα, βλέπει τον μικρό να βγαίνει ζωντανός από το νερό κρατώντας στα χέρια του και τον ασημένιο δίσκο του Αγίου!

Ο πλούσιος έφριξε από το θαύμα και έβγαλε φωνή μεγάλη την οποία ακούγοντας οι επιβάτες του πλοίου βγήκαν όλοι έξω και, βλέποντας το συμβάν, ρωτούσαν τον υπηρέτη, που τους διηγήθηκε τα εξής: «Μόλις έπεσα στη θάλασσα, παρουσιάσθηκαν μπροστά μου τρεις άνθρωποι. Ο μεγαλύτερος από αυτούς φορούσε στρατιωτική στολή, ο άλλος ήταν νεαρός και ο τρίτος ήταν Διάκονος. Αυτοί οι τρεις με πήραν μαζί τους από τον βυθό και περπατώντας χθες και σήμερα, με έφεραν μέχρι εδώ».

Ο κύριος του παιδιού και οι επιβάτες του πλοίου ακούγοντας το εξαίσιο θαύμα, εδόξαζαν τον Θεό και εθαύμαζαν για τους τρόπους που χρησιμοποιεί προκειμένου οι άνθρωποι «εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθείν» (Προς Τιμόθεο Β' 3,7).

Οι τρεις που έσωσαν τον υπηρέτη ήταν ο Άγιος Μηνάς (ο στρατιωτικός), ο Άγιος Βίκτωρ (ο νεαρός) (βλέπε ίδια ημέρα) και ο Άγιος Βικέντιος (ο Διάκονος) (βλέπε ίδια ημέρα).

Οι δύο τελευταίοι Άγιοι εμαρτύρησαν την ίδια ημέρα με τον Άγιο Μηνά. Τον 2ο αι. μ.Χ.. ο Άγιος Βίκτωρ γδάρθηκε ζωντανός από τους ειδωλολάτρες και τον 3ο αι. μ. Χ. ο Άγιος Βικέντιος πέθανε έπειτα από σταύρωση και εξάρθρωση των μελών στην οποία τον υπέβαλαν οι βασανιστές του.

γ) Το θαύμα στο Ηράκλειο της Κρήτης που έγινε το 1826 μ.Χ.
Ακόμη ένα θαύμα του Αγίου Μηνά έλαβε χώρα το 1826 μ.Χ. στο Ηράκλειο της Κρήτης, πόλη στην οποία ιδιαιτέρως τιμάται ο Άγιος. Το 1821 μ.Χ., μετά την έκρηξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης εναντίον των Τούρκων, οι κατακτητές προχώρησαν σε σφαγές χιλιάδων αμάχων σε πολλές περιοχές. Από τους πρώτους που πλήρωσαν με το αίμα τους την επανάσταση ήταν και οι κάτοικοι της Κρήτης. Μεταξύ των χιλιάδων θυμάτων ήταν ο Μητροπολίτης Κρήτης, οι Επίσκοποι Χανίων, Κνωσού, Χεροννήσου, Λάμπης, Σητείας κ.α. οι οποίοι εσφάγησαν, την 24η Ιουνίου 1821 μ.Χ., στον περίβολο του Μητροπολιτικού Ναού του Ηρακλείου. Μάλιστα ο ιερουργών ιερέας εσφάγη πάνω στην Αγία Τράπεζα!

Πέντε χρόνια αργότερα, το 1826 μ.Χ., οι Τούρκοι του Ηρακλείου σχεδίαζαν να προβούν σε σφαγή των Χριστιανών, και πάλι στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά, στις 18 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα, την ώρα της Αναστάσιμης Θείας Λειτουργίας για να πιάσουν τους Χριστιανούς απροετοίμαστους. Για αντιπερισπασμό έβαλαν φωτιά σε διάφορα απομακρυσμένα σημεία της πόλης, ενώ οπλισμένα στίφη είχαν συγκεντρωθεί έξω από το ναό, περιμένοντας την ώρα της αναγνώσεως του Ευαγγελίου για να εισβάλουν και να αρχίσουν την σφαγή.

Μόλις όμως άρχισε η ανάγνωση εμφανίσθηκε ένας ασπρομάλλης ηλικιωμένος ιππέας που έτρεχε γύρω από το ναό κραδαίνοντας το ξίφος του και κυνηγώντας τους επίδοξους σφαγείς οι οποίοι τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή. Έτσι σώθηκαν οι πολύπαθοι Χριστιανοί του Ηρακλείου από τον φοβερό κίνδυνο.

Οι Τούρκοι νόμισαν ότι ο καβαλάρης ήταν μουσουλμάνος πρόκριτος απεσταλμένος από τον Διοικητή της πόλης για να ματαιώσει την σφαγή. Όταν διαμαρτυρήθηκαν στον Διοικητή, αυτός τους διαβεβαίωσε ότι δεν γνώριζε τίποτε και μάλιστα διαπιστώθηκε ότι ο συγκεκριμένος πρόκριτος δεν είχε βγει καθόλου από το σπίτι του.

Κατάλαβαν τότε οι Τούρκοι ότι επρόκειτο για θαύμα του Αγίου Μηνά, κοινοποίησαν το γεγονός στους Έλληνες και από τότε οι Mουσουλμάνοι ηυλαβούντο πολύ τον Άγιο, προσφέροντας μάλιστα και δώρα στο ναό του. Το θαύμα αυτό του Αγίου Μηνά καθιερώθηκε να τιμάται στο Ηράκλειο την Τρίτη της Διακαινησίμου, οπότε και εκτίθεται σε προσκύνηση, κατά τον εσπερινό, λείψανο του Αγίου.

δ) Το θαύμα στον πατήρ Γεώργιο
«Μεταξύ των αδικημένων Πατέρων της Εκκλησίας μας είναι και ο Οσιώτατος πατήρ Γεώργιος, ο Χατζη-Γεώργης, ο οποίος είναι ένας σύγχρονος Άγιος της εποχής μας, αλλά, μπορούμε να πούμε, και μεγάλος Άγιος, ανάλογα με την εποχή μας.», γράφει ο Γέρων Παϊσιος ο Αγιορείτης.

Ο Γέρων Χατζη-Γεώργης (1809 - 1886 μ.Χ.), «ο μέγας και περιβόητος ασκητής», ασκήτευσε στο Άγιον Όρος επί μακρό χρονικό διάστημα. Επί αρκετά χρόνια έμενε στην Κερασιά, στο μεγάλο Κελί του Αγίου Δημητρίου και Αγίου Μηνά, ως υποτακτικός του Παπα-Νεόφυτου στην αρχή και ως Γέρων της Συνοδείας από το 1848 μ.Χ. και έπειτα. «Κάποτε, ενώ ο Γέροντας ησχολείτο με το εργόχειρο, κατά λάθος κατάπιε μεγάλη βελόνα και προσευχήθηκε προς τον μεγαλομάρτυρα Μηνά.

Στάθηκε τότε ο άγιος ενώπιόν του, έβαλε το χέρι στον λαιμό του και έβγαλε την βελόνα».

ε) Το θαύμα στο Ελ Αλαμέιν το 1942 μ.Χ.
Το 1942 μ.Χ., κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι υπό τον Ρόμμελ δυνάμεις του Άξονα στην Αφρική είχαν καταφέρει να προελάσουν τόσο ώστε να είναι ορατός ο κίνδυνος να φθάσουν στην Διώρυγα του Σουέζ. Στην περιοχή του Ελ Αλαμέιν (αραβική παραφθορά του ονόματος του Αγίου Μηνά), όπου βρισκόταν τα ερείπια ναού του Αγίου Μηνά και ίσως και ο τάφος του, οι αντίπαλες δυνάμεις προετοιμάζονταν για την αποφασιστική σύγκρουση η οποία θα έκρινε το αν οι Σύμμαχοι θα κατάφερναν να παραμείνουν στην Αφρική.

Μεταξύ των συμμαχικών στρατευμάτων βρισκόταν και ελληνική στρατιωτική δύναμη, η οποία πήρε μέρος στη μάχη. Ένα από τα βράδια εκείνα, πολλοί στρατιώτες είδαν τον Άγιο Μηνά να βγαίνει από τα ερείπια του ναού του οδηγώντας ένα καραβάνι με καμήλες, όπως απεικονίζεται σε μία από τις παλαιές αγιογραφίες του ναού του, και να μπαίνει μέσα στο στρατόπεδο των εχθρικών δυνάμεων.

Η εμφάνιση αυτή κατατρόμαξε τους Γερμανούς και υπονόμευσε καίρια το ηθικό τους, πράγμα που συνέβαλε καθοριστικά στη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων.

Σε ανταπόδοση της ευεργεσίας αυτής του Αγίου παραχωρήθηκε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ο τόπος εκείνος και ξανακτίσθηκε ο ναός καθώς και μοναστήρι του Αγίου Μηνά.

ΑΓΙΟΣ ΜΗΝΑΣ

Ο Άγιος Μηνάς γεννήθηκε στην Αίγυπτο στα μέσα περίπου του 3ου αιώνα μ.Χ. από γονείς ειδωλολάτρες. Ωστόσο, το ειδωλολατρικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωνε, δεν κατάφερε να σκληρύνει την καρδιά του η οποία, όταν ήλθε η στιγμή, σκίρτησε ακούγοντας την φωνή του «ἐτάζοντος καρδίας καὶ νεφρούς» (Ψαλμοί 7,10) Θεού και έτσι ο, έφηβος ακόμη, Μηνάς έγινε χριστιανός.

Μεγαλώνοντας, επέλεξε να σταδιοδρομήσει στον Ρωμαϊκό στρατό, στο ιππικό τάγμα των Ρουταλικών, υπό την διοίκηση του Αργυρίσκου. Η έδρα της μονάδας του ήταν στο Κοτυάειον (σημερινή Κιουτάχεια) της Μικράς Ασίας. Εκεί ο Μηνάς διακρίθηκε και για την φρόνησή του αλλά και για το ανδρείο του φρόνημα και γι’ αυτό έχαιρε εκτιμήσεως στο κύκλο των στρατιωτικών.

Δυστυχώς όμως, τρεις αιώνες μετά την έλευση του Χριστού και ο παλαιός κόσμος ακόμη δεν ήθελε να δεχθεί το λυτρωτικό μήνυμα της Αναστάσεως, παραμένοντας αυτάρεσκα, εγωιστικά και αυτοκαταστροφικά προσκολλημένος στη φθορά και το σκοτάδι. Οι αυτοκράτορες της Ρώμης άρχισαν και πάλι «πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξεις 26,14). Ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός διέταξαν διωγμό εναντίον των λογικών προβάτων του Χριστού, διωγμό ο οποίος κράτησε από το 303 έως το 311 μ.Χ. Έτσι, οι Ρωμαίοι στρατιώτες διατάχθηκαν να συλλαμβάνουν και να τυραννούν τους χριστιανούς προσπαθώντας να τους κάνουν να αλλαξοπιστήσουν. Αυτή ήταν και η πρώτη κρίσιμη στιγμή κατά την οποία ο Μηνάς κλήθηκε να πει «το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι». Η πίστη του στον Χριστό νίκησε την κοσμική «σύνεση» και λογική.

Ο Άγιος δεν άντεξε, πέταξε στη γη την στρατιωτική του ζώνη απεκδυόμενος μ’ αυτόν τον τρόπο την ιδιότητα του στρατιώτη - διώκτη των χριστιανών, και διέφυγε στο παρακείμενο όρος. Εκεί ασκήτευε, προτιμώντας την συντροφιά των θηρίων της φύσης από την συντροφιά των αποθηριωμένων ειδωλολατρών. Εκεί, «ἐν ἐρημίαις πλανώμενος καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταὶς ὀπαὶς τῆς γῆς» (Προς Εβραίους 11,38), έζησε επί αρκετό διάστημα με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Η ασκητική ζωή και η ησυχία εθέρμαναν την καρδιά του ανάβοντας τον θείο έρωτα και τον πόθο του μαρτυρίου.

Έτσι, σε ηλικία πενήντα περίπου ετών, μετά από θεία αποκάλυψη ότι είχε φτάσει η ώρα του μαρτυρίου, κατέβηκε στην πόλη, σε μέρα ειδωλολατρικού πανηγυριού και με παρρησία, εν μέσω των μαινομένων ειδωλολατρών, ομολόγησε τον Χριστό ως τον ένα και αληθινό Θεό, μυκτηρίζοντας τα κωφά και αναίσθητα είδωλα. Συνελήφθη και σύρθηκε δερόμενος μπροστά στον Πύρρο, τον διοικητή της πόλεως. Εκεί, μιλώντας με θάρρος, αποκάλυψε το όνομά του, την καταγωγή του, το στρατιωτικό του παρελθόν και, φυσικά, διεκήρυξε με τόλμη και αταλάντευτη επιμονή την πίστη του στον Χριστό. Οδηγήθηκε στη φυλακή και το πρωί της επομένης ημέρας, μετά το πέρας του ειδωλολατρικού πανηγυριού, τον παρουσίασαν και πάλι ενώπιον του ηγεμόνος ο οποίος τον κατηγόρησε ότι εξύβρισε τους θεούς και μάλιστα μπροστά του και ότι λιποτάκτησε από τον στρατό. Ο Άγιος αποδέχθηκε τις κατηγορίες χωρίς δισταγμό.

Ο Πύρρος, ευλαβούμενος στην αρχή την ηλικία και την ευκοσμία του, προσπάθησε με λόγια και υποσχέσεις αλλά και με απειλές στη συνέχεια, να τον αποσπάσει από την πίστη του Χριστού. Όταν οι προσπάθειές του προσέκρουσαν στην σταθερή άρνηση του Αγίου, διέταξε να τον υποβάλουν σε ανυπόφορα βασανιστήρια. Οι δήμιοι τον μαστίγωσαν τόσο πολύ ώστε άλλαξαν δύο και τρεις φορές οι μαστιγωτές του. Τον κρέμασαν και τον έγδερναν μέχρι που άρχισαν να φαίνονται τα εσωτερικά όργανα του Αγίου. Έπειτα, σαν να μην έφθαναν αυτά, έτριβαν το καταπληγωμένο του σώμα με τρίχινο ύφασμα και στο τέλος τον έσερναν γυμνό και κατακρεουργημένο πάνω σε μεταλλικά αγκάθια. Όλα τα υπέμενε με γενναιότητα και καρτεροψυχία ο Μάρτυς του Χριστού, εφαρμόζοντας το Ευαγγελικό «καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτείναι» (Ματθαίος 10,28).

Μάλιστα, την ώρα του μαρτυρίου, κάποιοι παλιοί συστρατιώτες του τον προέτρεπαν να θυσιάσει στα είδωλα λέγοντας ότι ο Θεός του θα τον δικαιολογήσει βλέποντας τα βασανιστήρια στα οποία τον υπέβαλλαν. Ο Άγιος αρνήθηκε αποφασιστικά και τους απάντησε ότι προσφέρει θυσία ακόμη και τον εαυτό του στον Χριστό, ο οποίος τον ενδυναμώνει για να υπομένει τις πληγές.

Ο ηγεμόνας, θαυμάζοντας την ευστοχία και την σοφία των απαντήσεων του Μάρτυρα, τον ρώτησε απορημένος πώς είναι δυνατόν ένας τραχύς στρατιώτης σαν αυτόν να μπορεί να απαντά κατ’ αυτόν τον τρόπο. Και ο Άγιος, με τη φώτιση του Θεού, του αποκρίθηκε ότι αυτή την ικανότητα την χαρίζει στους μάρτυρές του ο Χριστός, όπως έχει υποσχεθεί στο Ευαγγέλιο: «ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τᾶς συναγωγᾶς καὶ τᾶς ἀρχὰς καὶ τᾶς ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε. Τὸ γὰρ Ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τὴ ὥρα ἃ δεῖ εἰπειν» (Λουκά ιβ’, 11-12).

Τότε, απελπισμένος ο τύραννος, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Βαδίζοντας προς τον τόπο της εκτέλεσης ο Άγιος πρόλαβε να ζητήσει από κάποιους κρυπτοχριστιανούς να μεταφέρουν το λείψανό του στην Αίγυπτο.

Ο αποκεφαλισμός του έγινε την 11η Νοεμβρίου στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. (πιθανότατα το 304 μ.Χ.) και έτσι η ψυχή του πέταξε χαρούμενη προς τον Σωτήρα Χριστό τον οποίο τόσο επόθησε ο Άγιος και για τον οποίο θυσιάσθηκε. Οι δήμιοι άναψαν φωτιά για να κάψουν το σώμα του.

Ότι κατάφεραν οι χριστιανοί να περισώσουν από την πυρά το μετέφεραν στην Αίγυπτο και το έθαψαν κοντά στην Μαρεώτιδα λίμνη, νοτιοδυτικά της Αλεξάνδρειας.

Στο σημείο εκείνο σταμάτησε, κατά την παράδοση, η καμήλα που μετέφερε τα λείψανα αρνούμενη πεισματικά να προχωρήσει. Έτσι οι χριστιανοί κατάλαβαν ότι ήταν θέλημα Θεού να ενταφιασθούν εκεί τα λείψανα του Αγίου.

Η περιοχή του τάφου πολύ σύντομα εξελίχθηκε σε προσκυνηματικό - λατρευτικό κέντρο.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν ήταν Πατριάρχης Αλεξανδρείας ο Μέγας Αθανάσιος, ανήγειρε ναό πάνω στον τάφο του Αγίου. Σε λίγα χρόνια δημιουργήθηκε εκεί εκτεταμένο κτιριακό συγκρότημα το οποίο περιελάμβανε δύο ναούς, μοναστήρι, ξενώνες και άλλες εγκαταστάσεις.

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Ὁ Χριστὸς προσκαλεῖ τὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή.



Γιατὶ μὲ ἐγκατέλειψες, ἄνθρωπε; Γιατὶ ἀποστράφηκες ἀπὸ τὸν ἀγαπήσαντά σε; Γιατὶ πάλιν ἑνώθηκες μὲ τὸν ἐχθρό μου; Θυμήσου πώς κατέβηκα γιά σένα ἀπὸ τοὺς οὐρανούς. Θυμήσου πώς ἔγινα γιά σένα σάρκα. Θυμήσου πώς γεννήθηκα γιά σένα ἀπὸ τὴν Παρθένο. Θυμήσου πώς ἔγινα γιά σένα βρέφος. Θυμήσου πώς ταπεινώθηκα γιά σένα. Θυμήσου πώς ἐφτώχυνα γιά σένα. Θυμήσου πώς ἔζησα γιά σένα ἐπὶ τῆς γῆς. Θυμήσου πώς ὑπέμεινα γιά σένα διωγμούς.
Θυμήσου πώς ἀποδέχτηκα, γιά σένα, τὶς κακολογίες,τὶς ὕβρεις, τὶς ἀτιμώσεις, τὶς πληγές, τοὺς ἐμπτυσμούς,τοὺς κολαφισμούς, τὶς κοροϊδίες καὶ τὶς καταδίκες. Θυμήσου πώς γιά σένα «μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθην». Θυμήσου πώς γιά σένα ἔλαβα τὸν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Θυμήσου πώς γιά σένα ἐνταφιάστηκα. Κατέβηκα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς γιά νά σὲ ἀνεβάσω στούς οὐρανούς. Ταπεινώθηκα γιά νά σὲ ὑψώσω. Ἐπτώχευσα γιά νά σὲ πλουτίσω. Ἀτιμάστηκα γιά νά σὲ δοξάσω. Πληγώθηκα γιά νά σὲ ζωντανέψω.
Ἐσὺ ἔκανες τὴν ἁμαρτία, καὶ Ἐγὼ πῆρα αὐτὴ τὴν ἁμαρτία ἐπάνω μου. Ἐσὺ φταῖς, καὶ Ἐγὼ ἐκτελέστηκα. Ἐσὺ εἶσαι ὀφειλέτης, καὶ Ἐγὼ πλήρωσα τὸ χρέος. Ἐσὺ καταδικάστηκες σὲ θάνατο, καὶ Ἐγὼ πέθανα γιά σένα.
Μὲ προσέλκυσε νά τὸ κάνω ἡ ἀγάπη μου καί ἡ εὐσπλαχνία μου. Δέν μπόρεσα νά ἀντέξω νά ὑποφέρεις, εὑρισκόμενος σὲ τόση δυστυχία. Καὶ ἐσὺ περιφρονεῖς αὐτὴν τὴν ἀγάπη μου; Ἀντὶ ἀγάπης μοῦ ἀνταποδίδεις τὸ μῖσος. Ἀντὶ Ἐμένα ἀγαπᾶς τὴν ἁμαρτία. Ἀντὶ νά μὲ ὑπηρετεῖς, λειτουργεῖς τὰ πάθη σου. Ἀλλὰ τὶ βρῆκες σὲ Μένα πού θὰ ἔπρεπε νά ἀποφύγεις;
Γιατὶ δέν θέλεις νά ἔρθεις σ΄ Ἐμένα; Ἀναζητᾶς καλὸ γιά τὸν ἑαυτὸ σου; Κάθε καλὸ τὸ ἔχω Ἐγώ. Ἀναζητᾶς τὴν μακαριότητα; Κάθε μακαριότητα τὴν ἔχω Ἐγώ. Ἀναζητᾶς τὴν ὀμορφιά; Τὶ ὑπάρχει πιὸ ὄμορφο ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὴν εὐγένεια; Ποιός εἶναι  πιὸ εὐγενὴς ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν Παρθένο; Ἀναζητᾶς τὸ ὑψηλό; Τὶ  εἶναι  πιὸ ὑψηλὸ ἀπὸ τὸ Βασιλέα τῶν οὐρανῶν;
Ἀναζητᾶς τὴν δόξα; Ποιός  εἶναι  πιὸ ἔνδοξος ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὸν πλοῦτο; Ὅλα τὰ πλούτη βρίσκονται σὲ Μένα. Ἀναζητᾶς τή σοφίᾳ; Ἐγὼ εἶμαι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἀναζητᾶς τὴν φιλία; Ποιός  εἶναι  φιλικότερος ἀπὸ Μένα, πού ἔδωσα τὴν ψυχή μου γιά ὅλους σας; Ἀναζητᾶς τὴν βοήθεια; Ποῖος μπορεῖ νά σὲ βοηθήσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα;
Ἀναζητᾶς τὸν γιατρό; Ποιός μπορεῖ νά σὲ θεραπεύσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὴν ἀγαλλίαση; Ποιός θὰ σοῦ τὴν δώσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὴν παρηγορία μέσα στίς θλίψεις σου; Ποιός θὰ σὲ παρηγορήσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὴν ἡσυχία; Σ’ ἐμένα θὰ βρεῖς τὴν ἡσυχία γιά τὴν ψυχή σου. Ἀναζητᾶς τὴν εἰρήνη; Ἐγὼ εἶμαι ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς.
Ἀναζητᾶς τή ζωή; Ἐγὼ ἔχω πηγὴ ζωῆς. Ἀναζητᾶς τὸ φῶς; Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ἀναζητᾶς τὴν ἀλήθεια; Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀλήθεια. Ἀναζητᾶς τὴν ὁδό; Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδός. Ἀναζητᾶς τὸν ὁδηγὸ στόν  Οὐρανό; Ἐγὼ εἶμαι ὁ πιστὸς ὁδηγός. Λοιπόν, γιατὶ δέν θέλεις νά ἔρθεις σ’ Μένα; Δέν τολμᾶς νά μὲ πλησιάσεις; Ποιός, ἀλήθεια, εἶναι πιὸ εὐπρόσιτος ἀπὸ Μένα; Φοβᾶσαι νά Μὲ παρακαλεῖς; Πότε, ἀλήθεια, ἀρνήθηκα νά πραγματοποιήσω κάτι, ὅταν Μὲ παρακαλέσαν μὲ πίστη;
Δέν σοῦ ἐπιτρέπουν οἱ ἁμαρτίες; Ὅμως Ἐγὼ πέθανα γιά τοὺς ἁμαρτωλούς. Στενοχωριέσαι γιά τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν σου; Ἀλλὰ ἡ εὐσπλαχνία μου εἶναι πιὸ μεγάλη.
Ἅγιος Τύχων Ζαγκόρσκ

ΠΗΓΗ : imaik.gr