Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΣΟΣ


 Ὁ σιος ωάννης γεννήθηκε σ να χωρι τς λεγομένης Μικρς Ρωσίας, περ τ 1690, π γονες ελαβες κα νάρετους. ταν φθασε σ νόμιμη λικία στρατεύθηκε, ν βασίλευε στ Ρωσία Μέγας Πέτρος. λαβε μέρος στν πόλεμο πο κανε κενος τολμηρς τσάρος ναντίον τν Τούρκων κατ τ 1711, κα συνελήφθη αχμάλωτος π τος Τατάρους. Ο Τάταροι τν πούλησαν σ ναν θωμαν ξιωματικ ππαρχο, πο καταγόταν π τ Προκόπιον τς Μικρς σίας, τ ποο βρίσκεται πλησίον στν Καισάρεια τς Καππαδοκίας. γς τν πρε μαζί του στ χωριό του. Πολλο π τος αχμαλώτους συμπατριτες του ρνήθηκαν τν πίστη το Χριστο κα γιναν Μουσουλμάνοι, ετε γιατ κάμφθηκαν π τς πειλές, ετε γιατ δελεάστηκαν π τς ποσχέσεις κα τς προσφορς λικν γαθν.
ωάννης, μως, ταν π μικρς ναθρεμμένος μ παιδεία κα νουθεσία Κυρίου κα γαποσε πολ τν Θε κα τν πίστη τν πατέρων του. ταν π κείνους τος νέους, που τος σοφίζει γνώση το Θεο, πως κήρυξε σοφς Σολομών, λέγοντας: « δίκαιος εναι γνωστικς κα στ νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δν εναι τ πολυχρόνιο, οτε μετριέται μ τν ριθμ τν τν. φρονιμάδα στος νέους νθρώπους εναι σεβάσμια σν ν εναι φέροντες κα καθαρς βίος τος κάνει σν ν εναι γέροντες πολύμαθοι».
τσι, λοιπόν, κα μακάριος ωάννης, χοντας τν σοφία πο δίδει Θες σ κείνους πο τν γαπον, κανε πομον στ δουλεία κα στν κακομεταχείρηση το φέντη του κα στς βρεις κα τ πειράγματα τν θωμανν, ο ποίοι τν φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδ πιστο, φανερώνοντάς του τν περιφρόνηση κα τν πέχθειά τους. Στν φέντη του κα σ σους τν παρακινοσαν ν ρνηθε τν πίστη του, ποκρινόταν μ σθεναρ γνώμη τι προτιμοσε ν πεθάνει, παρ ν πέσει σ τέτοια φοβερ μαρτία. Στν γ επε: «Ἐὰν μ φήσεις λεύθερο στν πίστη μου, θ εμαι πολύ πρόθυμος στς διαταγές σου. ν μ βιάσεις ν λλαξοπιστήσω, γνώριζε τι σο παραδίδω τν κεφαλή μου, παρ τν πίστη μου. Χριστιανς γεννήθηκα κα Χριστιανς θ ποθάνω».
Θεός, βλέποντας τν πίστη του κα κούγοντας τν μολογία του, μαλάκωσε τν σκληρ καρδι το γ κα μ τν καιρ τν συμπάθησε. Σ ατ συνήργησε κα μεγάλη ταπείνωση που στόλιζε τν ωάννη, καθς κα πραότητά του.
μεινε, λοιπόν, συχος μακάριος ωάννης π τς ποσχέσεις κα πειλς το θωμανο κυρίου του, ποος τν εχε διορισμένο στν σταλο του, γι ν φροντίζει τ ζα του. Σ μία γωνι το σταύλου ξάπλωνε τ κουρασμένο σμα του κα ναπαυόταν, εχαριστώντας τν Θεό, διότι ξιώθηκε ν χει ς κλίνη τ φάτνη στν ποία νεκλίθη κατ τν γέννησή Του Κύριός μας ησος Χριστός. ταν δ φοσιωμένος στ ργο του, περιποιούμενος μ στοργ τ ζα το κυρίου του, τ ποα ασθάνονταν τόση τν πρς ατ γάπη το γίου, στε ν τν ζητον ταν πουσίαζε, ν τν προσβλέπουν μ γάπη κα ν χρεμετίζουν μ χαρ ταν τ χάϊδευε, σν ν συνομιλοσαν μαζί του.
Μ τν καιρ γς τν γάπησε, καθς κα σύζυγός του, κα το δωσαν γι κατοικία να μικρ κελλ κοντ στν χυρώνα. μως ωάννης δν δέχθηκε κα ξακολούθησε ν κοιμται στν σταλο, γι ν καταπονε τ σμα του μ τν κακοπέραση κα μ τν σκηση, μέσα στ δυσοσμία τν ζώων κα στ ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα σταλος γέμιζε π τς προσευχς το γίου κα κακοσμία γινόταν σμ εωδίας πνευματικς. μακάριος ωάννης εχε κενο τν σταλο ς σκητήριο, κα κε πορευόταν κατ τος κανόνες τν Πατέρων, π ρες γονυπετς κα προσευχόμενος, κοιμώμενος γι λίγο πνω στ χυρα, χωρς λλο σκέπασμα παρ μία παλαι κάπα, γευόμενος μ διάκριση, πολλς φορς μόνο λίγο ψωμ κα νερό, κα νηστεύοντας τς περισσότερες μέρες.
Συνέχεια ψαλλε τος λόγους το ερο ψαλμωδο: « κατοικν ν βοηθεί το ψίστου, ν σκέπ το Θεο το ορανο αλισθήσεται. ρε τ Κυρί· ντιλήπτωρ μου ε κα καταφυγή μου, Θεός μου κα λπι π’ Ατόν. τι Ατς ρύσεταί με κ παγίδος θηρευτο κα π λόγου ταραχώδους. θεντο με ν λάκκ κατωτάτ, ν σκοτεινος κα ν σκι θανάτου. γ δ πρς τν Κύριον κέκραξα ν τ θλίβεσθαί με κα εσήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει τν εσοδόν μου κα τν ξοδόν μου π το νν κα ως το αἰῶνος. Πρς σ ρα τος φθαλμούς μου Κύριε, τν κατοικοντα ν τ οραν. δο ς φθαλμο δούλων ες χερας τν κυρίων ατν, οτως ο φθαλμο μν πρς Κύριον τν Θεόν μν, ως ο οκτιρσαι μς». Ψαλμος σιγόψαλλε κα κατ τν ρα πο κολουθοσε πίσω π τ λογο το φέντη του.
Μ τν ελογία πο φερε γιος στν οκο το Τούρκου ππάρχου, ατς πλούτισε κα γινε νας π τος σχυρος το Προκοπίου.
γιος πποκόμος του, κτς τς προσευχς κα τς νηστείας, πο κανε ς λλος ώβ, πήγαινε τ νύχτα κα κανε ρθιος γρυπνίες στ νάρθηκα τς κκλησίας το γίου Γεωργίου, ποία ταν κτισμένη μέσα σ να βράχο κα βρισκόταν κοντ στν οκο το Τούρκου κυρίου του. κε πήγαινε κρυφ τ νύχτα, κοινωνοσε δ κάθε Σάββατο τ χραντα Μυστήρια. Κα Κύριος, « τάζων καρδίας κα νεφρούς», πέβλεψε π τν δολο του τν πιστ κα κανε, στε ν πάψουν ν τν περιπαίζουν κα ν τν βρίζουν ο σύνδουλοί του κα ο λλοι λλόθρησκοι.
φο, λοιπόν, φέντης το ωάννη πλούτισε, ποφάσισε  ν πάγει γι προσκύνημα στ Μέκκα, τ ερ πόλη τν Μωαμεθανν.
φο πέρασαν ρκετς μέρες π τν ναχώρησή του, σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα κα προσκάλεσε τος συγγενες κα τος φίλους το νδρός της, γι ν εφρανθον κα ν εχηθον ν πιστρέψει γις στν οκο του π τν ποδημία. μακάριος ωάννης διακονοσε στν τράπεζα. Παρέθεσαν δ σ ατ κα να φαγητό, τ ποο ρεσε πολύ στν γ, τ λεγόμενο πιλάφι, τ ποο συνηθίζουν πολ στν νατολή. Τότε οκοδέσποινα θυμήθηκε  τν σύζυγό της κα επε στν ωάννη: «Πόση εχαρίστηση θ λάμβανε, Γιουβάν, φέντης σου, ν ταν δ κα τρωγε μαζί μας π τοτο τ πιλάφι!». ωάννης τότε ζήτησε π τν κυρία του να πιάτο γεμάτο πιλάφι κα επε τι θ τ στελνε στν φέντη του στ Μέκκα. Στ κουσμα τν λόγων του γέλασαν ο προσκεκλημένοι. λλ οκοδέσποινα επε στν μαγείρισσα ν δώσει τ πινάκιο μ τ φαγητ στν ωάννη, σκεπτόμενη τι θελε ν τ φάει διος μόνος του ν τ πάει σ καμι φτωχ χριστιανικ οκογένεια, πως συνήθιζε ν κάνει, δίδοντας τ φαγητό του.
γιος τ πρε κα πγε στν σταλο. κε γονυπέτησε κα κανε προσευχ κ βάθους καρδίας παρακαλώντας τν Θε ν ποστείλει τ φαγητ στν φέντη του μ ποιον τρόπο οκονομοσε κενος μ τν παντοδυναμία Του. Μ τν πλότητα πο εχε στν καρδιά του ωάννης πίστεψε τι Κύριος θ εσακούσει τν προσευχή του κα τ φαγητ θ πήγαινε θαυματουργικ στ Μέκκα. Πίστευε, «μηδν διακρινόμενος» κατ τν λόγο το Κυρίου, χωρς ν χει κανένα δισταγμ τι ατ πο ζήτησε θ γινόταν. Κα, πως λέγει γιος σακ Σύρος, «τ περφυ τατα σημεα συμβαίνουσι τος πλουστέροις τ διανοί κα θερμοτέροις τ λπίδι», τι, δηλαδή, ατ τ περφυσικ θαύματα συμβαίνουν σ κείνους πο χουν πλούστερη διάνοια κα εναι θερμότεροι στν λπίδα τν ποία χουν πρς τν Θεό. Πράγματι! Τ πιάτο μ τ φαγητ χάθηκε π τ μάτια το σίου. μακάριος ωάννης πέστρεψε στν τράπεζα κα επε στν οκοδέσποινα τι στειλε τ φαγητ στ Μέκκα. κούγοντας ο προσκεκλημένοι τν λόγο ατ γέλασαν κα επαν τι τ φαγε ωάννης.
λλ στερα π λίγες μέρες γύρισε π τν Μέκκα κύριός του κα φερε μαζί του τ χάλκινο πιάτο, πρς μεγάλη κπληξη τν οκίων του. Μόνο μακάριος ωάννης δν ξεπλάγη. λεγε, λοιπόν, γς στος οκίους του: «Τν δενα μέρα (κα ταν μέρα το συμποσίου, κατ τν ποία επε ωάννης τι στειλε τ φαγητ στν φέντη του), τν ρα κατ τν ποία πέστρεψα π τ μεγάλο τζαμ στν τόπο που κατοικοσα, βρκα πάνω στ τραπέζι, σ ναν ντά (δωμάτιο) που τν εχα κλειδωμένο, τοτο τ σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Στάθηκα μ πορία, σκεπτόμενος, ποος ραγε εχε φέρει κενο τ φαγητό κα πρ πάντων δν μποροσα ν ννοήσω μ τ τρόπο εχε νοίξει τν πόρτα, τν ποία εχα κλείσει καλά. Μ γνωρίζοντας πς ν ξηγήσω ατ τ παράδοξο πργμα, περιεργαζόμουν τ πιάτο μέσα στ ποο χνιζε τ πιλάφι κα εδα μ πορία τι ταν χαραγμένο τ νομά μου πάνω στ χάλκωμα, πως σ λα τ χάλκινα σκεύη τς οκίας μας. στόσο, μ λη τν ταραχ που εχα π κενο τ νεξήγητο περιστατικό, κάθησα κα φαγα τ πιλάφι μ μεγάλη ρεξη, κα δο τ πιάτο πο τ φερα μαζί μου, κα εναι ληθιν τ δικό μας».
κούγοντας ατ τ διήγηση ο οκεοι το ππάρχου ξέστησαν κα πόρησαν, δ σύζυγός του το ξιστόρησε πς ζήτησε ωάννης τ πιάτο μ τ φαγητ κα επε τι τ στειλε στ Μέκκα, κα τι, κούγοντάς τον ν λέγει τι τ στειλε, γέλασαν.
Ατ τ θαμα μαθεύτηκε σ λο τ χωρι κα στ γύρω περιοχ κα λοι θεωροσαν πλέον τν ωάννη ς νθρωπο δίκαιο κα γαπητ στν Θεό, τν βλεπαν δ μ φόβο κα σεβασμό, κα δν τολμοσε κανες ν τν νοχλήσει. κύριός του κα σύζυγός του τν περιποιούνταν περισσότερο κα τν παρακαλοσαν πάλι ν φύγει π τν σταλο κα ν κατοικήσει σ να οκημα, τ ποο ταν κοντ στν σταλο, μως κενος δν θελε ν λλάξει κατοικία. Περνοσε, λοιπόν, τν βίο του μ τν διο τρόπο, ς σκητής, ργαζόμενος πως πρν στν περιποίηση τν ζώων κα κάνοντας μ προθυμία τ θελήματα το γ.
λλ στερα π λίγα χρόνια, κατ τ ποία ζησε μακάριος ωάννης μ νηστεία, προσευχ κα χαμευνία, πλησιάζοντας στ τέλος τς ζως του, σθένησε κα ταν ξαπλωμένος πάνω στ χυρα το σταύλου, τν ποο εχε γιάσει μ τς δεήσεις του κα μ τν κακοπάθεια το σώματός του γι τ νομα κα τν γάπη το Χριστο.
Προαισθανόμενος σιος τ τέλος του, ζήτησε ν κοινωνήσει τν χράντων Μυστηρίων κα γι’ατ στειλε κα κάλεσε ναν ερέα. λλ ερες φοβήθηκε ν μεταφέρει φανερ τ για Μυστήρια στ σταλο, ξαιτίας το φανατισμο τν Τούρκων. μως σοφίστηκε, κατ Θεία φώτιση, κα πρε να μλο, τ σκαψε, βαλε μέσα τν Θεία Κοινωνία κα τσι μετέβη στ σταλο κα κοινώνησε τν μακάριο ωάννη. ωάννης, μόλις λαβε τ χραντο Σμα κα τ Τίμιο Αμα το Κυρίου, παρέδωσε τν γία ψυχή του στ χέρια το Θεο, τν ποο τόσο γάπησε. ταν τ 1730.
Τ 1733, τ κέραιο κα εωδιάζον ερ λείψανο το σίου ωάννου μεταφέρθηκε, μετ τν κταφή του, ρχικ στ λατομημένη σ βράχο κκλησία το γίου Γεωργίου, ργότερα στ νεόδμητο να το γίου Βασιλείου κα τέλος στ να πο νεγέρθηκε πρς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σ λάρνακα στ δεξι μέρος τς κκλησίας. κε κατέφθαναν ναρίθμητοι προσκυνητς κα πάσχοντες π διάφορα νοσήματα πο ερισκαν τν θεραπεία τους.
ταν, κατ τ 1832, π σουλτάνου Μαχμοτ το Β’, παναστάτησε ναντίον του ντιβασιλέας τς Αγύπτου μπραχμ πασς, σουλτάνος στειλε ναντίον του κα τν Χαζνετρ γλο σμν πασ μ 1.800 στρατιτες. σμν πασς, φο πέρασε τν Καισάρεια τς Καππαδοκίας, φθασε κοντ στ Προκόπιο, που σκεπτόταν ν ναπαυθε κα ν ναχωρήσει τν λλη μέρα. πειδ μως ο περισσότεροι π τος Μουσουλμάνους το Προκοπίου, σν γενίτσαροι πο σαν, μισοσαν τν σουλτάνο, συμφώνησαν λοι ν μν δεχθον τν σμν πασ στ Προκόπι οτε στ σύνορα. Ο Χριστιανοί, πο σαν πιστο στν σουλτάνο, προσπάθησαν ν πείσουν τος συμπατριτες τους ν πειθαρχήσουν στν σουλτάνο κα ν δεχθον τν στρατ πο ρχόταν π κενον, λέγοντας μάλιστα σ ατος τι μπορε σμν πασς ν γανακτίσει κα ν καταστρέψει τ χωριό. κενοι μως δν λλαζαν γνώμη. Τότε ο Χριστιανο πραν τ γυναικόπαιδα κα φυγαν στ γύρω χωρι κα στς σπηλιές, γι ν μν πέσουν θύματα τς νόητης ντιδράσεως τν γενιτσάρων.
Πράγματι, τν λλη μέρα, ταν σμν πασς εσλθε στ Προκόπι, τ λεηλάτησε κα τ κατέστρεψε. Κάποιοι π τος στρατιτες εσλθαν κα στ να το γίου Γεωργίου. ρπαξαν τ ερ σκεύη κα νοιξαν τ λάρνακα το σίου λπίζοντας ν βρον κα κε χρυσαφικ κα σημικά. Δν βρκαν μως τίποτε. π τ κακό τους, πο βγκαν γελασμένοι κα γι ν κοροϊδέψουν τ χριστιανικ πίστη, ποφάσισαν ν κάψουν τ ερ λείψανο.
Τ βαλαν στ προαύλιο, μάζεψαν πολλ φρύγανα, βαλαν φωτι κα ριξαν μ σέβεια τ ερ σκήνωμα μέσα στς φλόγες. Τ ερ λείψανο το σίου ωάννου χι μόνο μεινε φλεκτο, λλ κα φάνηκε στος πιστους τι ζοσε, τος φοβέριζε κα τος διωχνε π τν περίβολο τς κκλησίας.
Τν πόμενη μέρα γέροντες Χριστιανο βρκαν τ σημικ, πο εχαν φήσει π τν τρόμο τους ο Τούρκοι στρατιτες, πραν μ ελάβεια τ ερ λείψανο κα τ τοποθέτησαν πάλι μέσα στ λάρνακα.
Τ
ερ λείψανο μεταφέρθηκε στν Εβοια τν κτώβριο το 1924 μαζ μ τος πρόσφυγες τς Μικρς σίας π τ πλοο «Βασίλειος Δεστούνης». Κα ν τ πλοο βρισκόταν στ Ρόδο δν προχωροσε, λλ περιστρεφόταν μέσα στ θάλασσα κα μενε στν διο τόπο. κυβερνήτης το πλοίου φοβήθηκε. Τότε Παναγιώτης Παπαδόπουλος, πο εχε πάρει μαζί του τ ερ λείψανο κρυφά, ξήγησε στν πλοίαρχο τι μέσα στ πλοο κα μάλιστα στ μπάρι ταν τ ερ λείψανο το σίου ωάννου το Ρώσου. μέσως κυβερνήτης διέταξε τν μεταφορ το ερο σκηνώματος στ διαμέρισμα το πλοίου, τ ποο χρησιμοποιοταν ς εκτήριος οκος, που τ ναπέθεσαν κα ναψαν τ καντήλι.




πολυτίκιον. χος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τ φς κατέχων, πικρν νεγκας, αχμαλωσίαν, ωάννη κα σίως βίωσας· θεν τ θεόν σου λείψανον γιε, θαυματουργίας πηγάζει ν Πνεύματι· προστρέχοντες, μνομεν τν σ δοξάσαντα, τιμντες τ σεπτά σου προτερήματα.

Κοντάκιον. χος γ’. Παρθένος σήμερον.
Εσεβείας δόγμασιν, ντεθραμμένος θεόφρον, κλινς πέμεινας, αχμαλωσίας τς θλίψεις. θεν σε, Ζωοδότης λαμπρς δοξάσας, δέδωκε, πιστος τ τίμιον λείψανόν σου, ναβλζον ωάννη, Πνεύματι θεί εθρα άσεων.

Μεγαλυνάριον.
στρον ξ Ἑῴας φθης λαμπρόν, μάκαρ ωάννη, καταυγάζον τος εσεβες, χάριτι θαυμάτων, κα νσον τς Εβοίας, τ σ καθαγιάζεις, λειψάν γιε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου